Chapter 9

505 53 8
                                    

Καθώς ο αέρας ανέμιζε τα μαλλιά μου, κοιταζόμουν στον καθρέφτη και κοίταζα το μακιγιάζ μου. Ο Μάνος δίπλα μου οδηγούσε άνετος και ακόμα δεν ξέρω πως είπε το ναι να πάμε Θεσσαλονίκη. Ήταν τόσο καλός που δεν μπορούσα να το πιστέψω! Άνοιξα το ραδιόφωνο στον αγαπημένο μου σταθμό και κοίταξα την ώρα στο κινητό μου.

« σε μια ώρα θα είμαστε εκεί»

«Πότε πέρασαν 4 ώρες?»

«Είδες για να έχεις τέτοιο αμάξι?» χαμογέλασε και άλλαξε ταχύτητα.

«Σου πάει τελικά αυτό το αμάξι. Είχε δίκιο ο πατέρας σου»

«Ναι, από την Γερμανία μου το έστειλε.»

Το αμάξι του Μάνου ήταν ενα κόκκινο διθέσιο κάμπριο!! Απο τα πανάκριβα... Βλέπετε οικονομικά ήταν ευκατάστατος ο πατέρας του.

«Πολύ ωραίο! Αλήθεια, πότε θα γυρίσει ξανά?» Τον κοίταξα γεμάτη νοσταλγία.

«Δεν ξέρω. Υπάρχει περίπτωση όταν τελειώσουμε το σχολείο να πάω εκεί για σπουδές αφού πλέον θα έχω τελειώσει και από εδώ»

«Και τα Χριστούγεννα?»

« Θα είναι όπως πέρυσι. Μάλλον θα πάμε να τον δούμε»

«Τέλεια! Μακάρι να πήγαινα και εγώ»

«Ναι ξέρω. Είναι όμορφα τα Χριστούγεννα εκεί.» κοίταξα γύρω μου και με έπιασε μια μελαγχολία. Αρχίσαμε να μιλάμε για διάφορα καθημερινά πράγματα μέχρι να περάσει η ώρα. Όμως πέρασε τόσο γρήγορα που δεν το καταλάβαμε. Άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου και βγήκα μπροστά σε μια σόμόν πολυκατοικία. Η Αυλή της, ήταν γεμάτη από κόκκινα τριαντάφυλλα και ωραίο ζαχαρί πλακάκι. Προχώρησε ο Μάνος μπροστά και εγώ τον ακολούθησα. Μια κυρία έβγαινε από την πολυκατοικία και έτσι δεν χρειάστηκε να χτυπήσουμε κουδούνι.

« Είσαι σίγουρος γι’ αυτό που πάμε να κάνουμε?»

«Εμένα ρωτάς? Εσύ ήθελες να έρθουμε.» έβαλε τα κλειδιά του αυτοκινήτου στην τσέπη.

«Φοβάμαι Μάνο» Είπα και τον κοίταξα καθώς περιμέναμε το ασανσέρ.

«Ότι είναι να γίνει θα γίνει.»

«και να γίνει κάτι κακό? Δεν θέλω να το ζήσω αυτό…»

«Είμαι μαζί σου Αμαλία. Ότι και να γίνει είμαστε μαζί σε αυτό.»

«Σε ευχαριστώ πολύ που είσαι δίπλα μου.» Τον έσφιξα και μπήκαμε μέσα στο ασανσέρ. Ο Μάνος πάτησε τον 3ο και περιμέναμε μέχρι να φτάσουμε. Υπήρχε τόσο άγχος που δεν ήξερα τι κάνω, που πάω, γιατί ήμουν εκεί. Ήθελα να πατήσω το 0 και να γυρίσω πίσω σπίτι μου. Ήμουν σχεδόν έτοιμη να το κάνω αλλά ο Μάνος μου κράταγε το χέρι σφιχτά δίνοντας μου δύναμη.  Άνοιξε την πόρτα καθώς προχωρήσαμε προς την ξύλινη πόρτα του Αχιλλέα.

«Δεν μπορώ να το κάνω» είπα δειλά

« Μπορείς Αμαλία!» μου ψιθύρισε και χτύπησε το κουδούνι.  Ξεροκατάπια και άκουσα βήματα. Ο Αχιλλέας άνοιξε την πόρτα γυμνός από την μέση και πάνω. Ήταν λες και είδε φάντασμα. Ξεροκατάπιε και εγώ έπεσα στην αγκαλιά του.

«Δεν φαντάζεσαι πόσο μου έλειψες Αχιλλέα.» Ο Μάνος στεκόταν πίσω μου και ο Αχιλλέας ακόμα δεν μπορούσε να μιλήσει από το σοκ. Τον άφησα και πήγα πιο πίσω. «Είσαι καλά? Γιατί δεν μιλάς?»

«Δεν σε περίμενα»

« Αφού ηταν έκπληξη…»

«Έπρεπε να με ενημερώσεις!»

« Γιατί?»

«καταρχάς πως ήρθες εδώ?»

«δεν βλέπεις τον Μάνο?» είπα αμήχανα και φαινόταν πως ο Αχιλλέας είχε νεύρα.

«γειά» ο Μάνος έκανε νεύμα και κρύφτηκε πάλι στον διάδρομο της πολυκατοικίας. Εγώ είχα προχωρήσει προς τα μέσα.

«Θέλετε να τα πούμε σε μισή ώρα εδώ απέναντι στο καφέ?»

«Γιατί?»

«Δεν μπορώ τώρα. Έχω μια δουλειά.» OΜάνος τον κοίταξε με απάθεια.

«έχω να σε δώ ένα μήνα, και εσύ μου λες πως έχεις δουλειά? Με δουλεύεις ρε Αχιλλέα?

« έπρεπε να με είχες ενημερώσει.» σήκωσε το χέρι του και το έβαλε στα μαλλιά του.

«Τι στο καλό είναι πιά αυτή η κωλοδουλειά που έχεις ? Η οποία είναι πιο σημαντική?

Μια φωνή ακούστηκε από μέσα….

«Αχιλλέα που είσαι? Κρυώνω.!» Γούρλωσα τα μάτια, τον έσπρωξα και προχώρησα προς τα δωμάτια. Άνοιξα όλες τις πόρτες μία μία και τότε είδα αυτό που περίμενα. Μια ψηλή ξανθιά με απίστευτο σώμα βρισκόταν ξαπλωμένη και τυλιγμένη με ένα σεντόνι στην μέση του κρεβατιού.

« Σου είπα, έπρεπε να με ενημερώσεις.»

«Αχιλλέα ποια είναι αυτή η χοντρή?»  Έφυγα τρέχοντας προς την εξωπορτα.

«Δεν είναι αυτό που νομίζεις» Φώναξε ο Αχιλλέας ακολουθώντας με. Γύρισα και του έριξα ένα δυνατό χαστούκι.

«Αυτό ήταν για εμάς….»  συνέχισα ρίχνοντας άλλο ένα από την άλλη με όση δύναμη μπορούσα να βάλω. «Και αυτό είναι για τον χρόνο που χαράμισα για σένα»

Ο Μάνος ήρθε γρήγορα από τον διάδρομο ακούγοντας όλα αυτά και γεμάτος ένταση, του έριξε μια δυνατή μπουνιά στο πρόσωπο. Ο Αχιλλέας έπεσε κάτω

«Και αυτό που πλήγωσες την Αμαλία παλιο μαλάκα!!!! Μην σε ξαναδώ μπροστά μου.!» Ο Αχιλλέας δεν κουνήθηκε από κάτω.

«Πάμε Αμαλία» Με κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του και προχωρήσαμε προς τα έξω. Μόλις βγήκαμε στην αυλή άρχισα να κλαίω με λυγμούς και ο Μάνος χωρίς να πεί τίποτα με κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του και μου χάιδευε τα μαλλιά.

Το Πρώτο ΚαλοκαίριWhere stories live. Discover now