Chapter 7

652 53 8
                                    

Άνοιξα τα μάτια μου και είδα το πρόσωπο του Μάνου, της μητέρας μου, του πατέρα μου και του Πασχάλη. Δεν ήξερα πως βρέθηκα εκεί αλλά το καλό που τους θέλω είναι να μου εξηγήσουν τι συμβαίνει.

«Είναι καλά άνοιξε τα μάτια της» Η μητέρα μου χαμογέλασε και μου κράτησε το χέρι. Ανασηκώθηκα.

«Εντάξει είμαι. Γιατί κάθεστε όλοι από πάνω μου?»

«Ανησυχήσαμε»  είπε ο πατέρας μου σοβαρός. Μπορούσα να το δω και στο βλέμμα του πόσο αγχωμένος ήταν.

«Άγιο είχες κορίτσι μου» Συμπλήρωσε η μητέρα μου και με φίλησε στο κούτελο. Χαμογέλασα όσο μπορούσα και κοίταξα τον Μάνο που είχε πάει πιο πέρα και καθόταν στον καναπέ ανήσυχος και αυτός.

«Μαμά αν ψοφήσει θα με αφήσετε να πάρω το δωμάτιο της και το λάπτοπ της?» Ο μπαμπάς και η μαμά τον αγριοκοίταξαν ενώ εγώ γέλασα.  Όλα ήταν φυσιολογικά!!

«θα σε αφήσουμε να ξεκουραστείς τώρα. Θα είμαστε έξω»  μου έδωσε ένα τελευταίο φιλί η μητέρα μου και προχώρησαν προς την πόρτα…

«Μη τυχόν και σε ξανακούσω να λες κάτι τέτοιο για την αδερφή σου!» ψιθύρισε στον Πασχάλη και ο πατέρας μου του έριξε μια σφαλιάρα στο σβέρκο.

«Μάνο έλα εδώ..» είπα ήσυχα.. και η πόρτα έκλεισε. Με πλησίασε.

«πες μου»

«θέλω να μου πεις τι έγινε και πως βρέθηκα εδώ»

«προχωρούσες με τα ακουστικά και τότε ένα αμάξι ήρθε ξαφνικά επάνω σου. Έπεσες κάτω στην άσφαλτο και αυτος η αυτή έφυγε τρέχοντας. Για καλή σου τύχη ήμουν μπροστά σε αυτό το συμβάν. Μόλις είχα σταματήσει στο περίπτερο απέναντι και έτρεξα να σε βοηθήσω. Σε πήρα αγκαλιά, σε έβαλα στο αμάξι και σε έφερα άρον άρον. Δεν τραυματίστηκες πουθενά ευτυχώς, μόνο λίγο στο γόνατο.»

«Έπιασα το γόνατο μου να δω αν λέει αλήθεια. Είχε δίκιο. Τότε μου ήρθε στο μυαλό μια εικόνα. Η εικόνα της Σοφίας μέσα σε εκείνο το κόκκινο αμάξι που ερχόταν καταπάνω μου.» Έμεινα σοκαρισμένη

«Είσαι εντάξει τώρα.» συνέχισε και εγώ δεν απάντησα απλά κοίταξα τα μάτια του τα ανήσυχα.

Δεν μίλησα, δεν είπα τίποτα ποτέ σε κανέναν για αυτή την ανάμνηση. Ήταν ένα μυστικό που κράτησα για αρκετό καιρό μαζί μου, όμως κάπου θα χρησίμευε. Μετά από 4 μέρες ήμουν πάλι σπίτι μου και γύρισα πίσω στην καθημερινή ζωή μου. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Ήταν όλα όπως τα άφησα. Με τον Αχιλλέα δεν μιλούσα συχνά και τις τελευταίες 2 μέρες δεν μου είχε στείλει ούτε ένα μήνυμα. Αν δεν είχε γίνει όλο αυτό τώρα θα ήμουν στα πατώματα αγκαλιά με τα χαρτομάντηλα και ένα κουτί γεμάτο πάστες από το αγαπημένο μου ζαχαροπλαστείο στην γωνία.
Για καλή μου τύχη ο Μάνος δεν έφυγε ποτέ από δίπλα μου μέχρι να αναρρώσω. Κοιμόταν σπίτι μου καθημερινά και με βοηθούσε σε ότι και αν ήθελα. Η μητέρα μου είχε πάθει σοκ. Πρώτη φορά έβλεπε τον Μάνο να είναι έτσι μαζί μου. Αφού όταν πήγαινε για νερό η οτιδήποτε ο Μάνος, ερχόταν και μου ψιθύριζε μήπως είμαστε ζευγάρι. Την καθησύχαζα πως όχι. Βέβαια δεν θα την χάλαγε να ήμουν ζευγάρι με τον Μάνο όπως ούτε και εμένα. Μπορεί να είμαι τρελά ερωτευμένη με τον Αχιλλέα αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν αγαπάω και τον Μάνο που τον ξέρω από μικρό παιδί και έχουμε περάσει και τόσα..

Το Πρώτο ΚαλοκαίριWhere stories live. Discover now