Το φεγγάρι έμοιαζε σαν χρυσαφένια φετούλα στον νυχτερινό ουρανό, πιο λαμπερό και από τα ίδια τα αστέρια. Η νύχτα έμοιαζε ασυνήθιστα σκούρα. Ακόμη και η θάλασσα είχε γίνει ένα μαζί με τον ουρανό. Αν έβγαινες έξω, δεν έβλεπες τίποτα, χρειαζόσουν φακό για να περιπλανηθείς στα στενά δρομάκια, που κάποτε έσωζαν κόσμο από τους πειρατές.
Απλώθηκε στο κρεβάτι της, στρέφοντας το βλέμμα της προς τα έξω. Ήταν ήσυχα, το αεράκι ήταν απαλό και δροσερό, μετά βίας κουνούσε τα φύλλα των δέντρων. Από τα υπόλοιπα δωμάτια είχε πάψει να ακούγεται κάτι, ο Αλέξανδρος είχε επιστρέψει στο δωμάτιο του, είχε κάνει ντουζ και τώρα, λογικά, κοιμόταν.
Το ρολόι έγραφε τρεις μα εκείνη αδυνατούσε να κοιμηθεί. Ζεσταίνονταν και είχε κρεμάσει τα πόδια της εκτός κρεβατιού, για να τα δροσίζει το αεράκι. Δεν έκανε και πολλά όμως. Δοκίμασε να αγκαλιάσει το μαξιλάρι και να κοιμηθεί από την ανάποδη, για να φυσά την μάπα της αλλά ούτε αυτό βοήθησε. Κάθε φορά άνοιγε τα μάτια της και χάζευε την φέτα στον ουρανό.
Το σκοτάδι της άρεσε. Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, το αναζητούσε. Όταν τσακώνονταν οι γονείς της, η Μάρθα την έβρισκε να κρύβεται κάτω από το τραπέζι με το μακρύ τραπεζομάντηλο. Όταν στεναχωριόνταν, έκανε τα μαξιλάρια της φρούριο και κρυβόταν στην αυτοσχέδια σπηλιά της, χαμένη στο σκότος. Της άρεσε αυτή η αίσθηση του κενού. Της προσέδιδε ασφάλεια. Μέσα στο σκοτάδι δεν υπήρχε τίποτα· φωνές, σκέψεις, άλλοι άνθρωποι. Μόνο εκείνη, η ανάσα της, το σώμα της. Αυτή η νύχτα ήταν ιδανική για εκείνη.
Μαζεύτηκε σε μια μπαλίτσα, αγκαλιάζοντας το μαξιλάρι. Ένιωθε το μυαλό της να καθαρίζει για λίγο. Αισθανόταν ασφαλής εδώ, σαν να έπλεε στην μέση του ωκεανού μέσα στην νύχτα, δίχως νησιά και καράβια γύρω της για να την ταράξουν.
Μέσα στην μικρή της φούσκα ωστόσο, αισθάνονταν περίεργα. Ασφαλής μεν μα κάτι έλειπε. Το αεράκι μετά βίας την δρόσιζε και για να δημιουργηθεί το νοητικό κενό της, έπρεπε να συγκεντρωθεί παραπάνω από όσο συνήθιζε.
Ο λεγάμενος φταίει. Άντε γαμώ. Τα ζώα μου αργά.
Τον μισούσε λίγο τις τελευταίες ώρες. Από την μια επειδή την μπέρδευε, από την άλλη διότι ήταν μια ανάσα πριν το πήδημα και τελικά έμεινε παρέα με την Μαρία Παλάμη, μόνη και έρημη στο (προσωρινό) δωματιάκι της. Αρχικά νόμιζε πως την ήθελε, μα ο Αλέξανδρος ήταν μυστήριο τρένο. Την μια το έπαιζε φιλαράκι και την άλλη την χούφτωνε κάτω από το τραπέζι. Αψυχολόγητος παπάρας.
YOU ARE READING
Νότες Τεσσάρων Εποχών
RomanceΑπο την απόλυτη ευτυχία, στην απόλυτη απελπισία και το αντίστροφο, είναι πάντοτε εκεί για να της κρατά το χέρι. Μα όταν η τελευταία επικρατεί, το μοναδικό πράγμα που μένει είναι οι σκονισμένες νότες του κοινού παρελθόντος τους. Η Αρσινόη είχε τα πάν...