| 37 | Ο Δειλιέν

639 83 28
                                    




Είμαι ο Δειλιέν, είμαι δειλός
σας τραγουδάω επειδή είμαι τραυλός,
μονάχα όταν τραγουδάω δεν τραυλίζω,
όταν δεν έχω τι να πω όλο σφυρίζω...

Κάποτε αγάπησα κι εγώ πολύ βαθιά,
ένα κορίτσι που ακόμη το αγαπάω,
μα αντί να τρέξω να το πάρω αγκαλιά,
άρχισα πάλι ο δειλός να τραγουδάω.-Παύλος Παυλίδης.



Άνοιξη, το Παρίσι είναι ηλιόλουστο. Οι Παριζιάνοι έχουν βγει στα καφέ και καπνίζουν, κάποιοι νεότεροι, φοιτητές κάθονται με θέα τον Σηκουάνα και κάνουν πικνίκ με μεγάλα μπουκάλια κρασί για συντροφιά. Κάποιοι άλλοι ζωγραφίζουν, οικογένειες έχουν βγει να απολαύσουν την λιακάδα, ζευγαράκια σαν εκείνους.

Περπατάνε αργά, με την Αρσινόη να χαζεύει συχνά πυκνά πάγκους με βιβλία, αντίκες και χρησιμοποιημένα. Φαίνεται ασυνήθιστα χαλαρή, φορά ένα απαλό ροζ φόρεμα με τιράντες και καπέλο, οι μπούκλες που πεισματικά ισιώνει σήμερα πέφτουν ανέμελες στην πλάτη της και τα δάχτυλα της έχουν πλεχτεί με τα δικά του χωρίς να σφίγγει ως συνήθως. Ίσως φταίει που τελειώνει με το πανεπιστήμιο πια και σύντομα θα είναι ελεύθερη από αυτό το βάρος.

«Τελικά όμως που θες να πάμε δεν μου είπες». Του λέει κάποια στιγμή, ξεφυλλίζοντας ένα βιβλίο με ποίηση. Η Αρσινόη δεν διαβάζει, οι στίχοι της φαίνονται ακαταλαβίστικοι μα το σκληρό εξώφυλλο είναι γκρενά με χρυσαφένια γράμματα, αρκετά όμορφο για να ρίξει μια ματιά και έπειτα να το ξεχάσει προτού βρει κάτι που της πιάνει το ενδιαφέρον. Α! Να, Προυστ. Φυσικά και θα το κοιτούσε αυτό.

Έρχεται δίπλα της και πιάνει το σκούρο κόκκινο βιβλίο.

«Ρεμπώ». Σχολιάζει. «Καλός».

«Με αγνοείς πάλι».

«Μα, πραγματικά! Έχω κλάψει πολύ! Η αυγή ραγίζει την καρδιά μου. Κάθε φεγγάρι είναι απεχθές και κάθε ήλιος με πικραίνε...». Κοίταξε την μετάφραση μια ακόμη. «Την αυγή, δεν υπήρχε στήθος που να μην έχει πληγωθεί και το πρωί υπήρχε πικρό φως και το βράδυ, ένα φριχτό, ολόγιομο φεγγάρι. Ο χρόνος κατά κάποιο τρόπο έτρεξε και μας έφερε σε μια νέα μέρα. Το φθινόπωρο ήρθε και τα λουλούδια άνθισαν εκεί που πέθαναν».

«Πως γίνεται αυτό; Τα λουλούδια άνθισαν εκεί που πέθαναν;» Η Αρσινόη έκανε μια γκριμάτσα. «Κοτσάνες». Αν και το είχε απαγγείλει τόσο όμορφα που σχεδόν είχε μαγευτεί και ας μην καταλάβαινε πολλά.

Νότες Τεσσάρων ΕποχώνDonde viven las historias. Descúbrelo ahora