«Που ήσουν;»
Αν έβλεπε κανείς την Αρσινόη δίπλα στην μητέρα της, θα έβγαζε αμέσως το πόρισμα πως ήταν κλώνος της. Ίδια χρώματα μαλλιών, ίδιο περίπου σουλούπι· μοναδική τους διαφορά ήταν πως τα μάτια της Ελευθερίας ήταν γκριζογάλανα και της Αρσινόης πρασίνιζαν.
Την θυμόταν πάντοτε ντυμένη στην πένα, είτε με τα φορέματα της είτε με τα ταγιέρ της. Το να την είχε δει με πιο casual αμφίεση πρέπει να είχε γίνει με το ζόρι μια δυο φορές. Στο παιδικό μυαλό της, κάποτε πίστευε πως η μητέρα κοιμόταν και ξυπνούσε βαμμένη κα με τα μαλλιά στην εντέλεια, σαν να είχε βγει από κομμωτήριο. Μεγαλώνοντας είχε μάθει πως το μυστικό ήταν η έγκαιρη προετοιμασία. Σηκώνονταν νωρίς και φτιάχνονταν για να μην την δει κανείς ατημέλητη, λες και η έλλειψη μάσκαρας υποδείκνυε αδυναμία στο γραφείο.
Αυστηρή όμως πολύ. Δεν θυμόταν ποτέ να της έχει χαμογελάσει. Ήταν μάλλον χαρακτηριστικό των γονιών της, το οποίο είχαν μεταβιβάσει και σε εκείνη. Σπανίως άκουγε καλή κουβέντα πάντως. Μόνο κηρύγματα. Κάποιος άλλος ίσως να στεναχωριόνταν που το μητρικό ενδιαφέρον περιορίζονταν στις ακαδημαϊκές δραστηριότητες, η Αρσινόη ωστόσο όχι τόσο. Μπορεί επειδή είχε συνηθίσει, δεν είχε μεγάλες προσδοκίες. Από κανέναν.
«Βόλτα. Γιατί;»
«Είναι σχεδόν δυο».
«Έχω να χτυπήσω κάρτα αύριο και δεν το γνώριζα;» Το φρύδι της σηκώθηκε προς τα πάνω ειρωνικά.
«Πιωμένη είσαι;»
«Δυστυχώς, τα μοχίτο ήταν δίχως αλκοόλ. Κάτι άλλο; Νυστάζω». Σαν να έδινε έμφαση στα λόγια της, ακούμπησε το χέρι της στο κιγκλίδωμα της σκάλας και έβαλε και το πρώτο πόδι στο πρώτο σκαλί.
«Σαν πολλή γλώσσα δεν βγάζεις απόψε; Μαζέψου».
«Καλά, καλά. Καληνύχτα τώρα-».
«Θα υπάρξει αλλαγή σχεδίων».
Σταμάτησε. Η μητέρα την κοιτούσε με τα χέρια σταυρωμένα και ένα απαλό μειδίαμα.
«Δηλαδή;»
«Φεύγεις πέντε Σεπτεμβρίου αντί για δεκαπέντε».
«Για ποιο λόγο;»
Η Ελευθερία κούνησε τους ώμους της αδιάφορα.
«Το έχει κανονίσει ο πατέρας σου, εκείνον ρώτα. Εγώ απλώς άλλαξα τα εισιτήρια. Θα τα βρεις στο γραφείο σου».
Η Αρσινόη ξεφύσησε. Σίγουρα κάτι ήθελε να κάνει για εκείνον, κακό σημάδι. Θα την έβαζε να δουλέψει στο γραφείο του; Θα την τραβολογούσε σε δεξιώσεις; Όλα; Τίποτα δεν της προξενούσε ενδιαφέρον.
KAMU SEDANG MEMBACA
Νότες Τεσσάρων Εποχών
RomansaΑπο την απόλυτη ευτυχία, στην απόλυτη απελπισία και το αντίστροφο, είναι πάντοτε εκεί για να της κρατά το χέρι. Μα όταν η τελευταία επικρατεί, το μοναδικό πράγμα που μένει είναι οι σκονισμένες νότες του κοινού παρελθόντος τους. Η Αρσινόη είχε τα πάν...