| 21 | Αν με αγαπάς, δεν θα με αφήσεις πισω

768 88 141
                                    




Από τις περιγραφές του Άλεξ, η Λιζ περίμενε πως η κοπέλα του θα ήταν γλυκιά και ήσυχη, χαμηλών τόνων, εύκολο να την κάνεις πέρα και να την ξεχάσεις. Είκασε πως είχε ωστόσο λεφτά, διότι μια ώρα αφού μίλησαν στο τηλέφωνο, ένας γιατρός βρισκόταν στο κατώφλι του Άλεξ και μισή ώρα μετά την εξέταση, κάποιος είχε φέρει τα φάρμακα που είχε συνταγογραφήσει από το πλησιέστερο φαρμακείο. Ο Αλέξανδρος δεν ήξερε ακόμη. Είχε λιποθυμήσει στην δουλειά και τον είχαν φέρει στο νοσοκομείο. Είχε υψηλό πυρετό και η κούραση που είχε ήδη τον τελευταίο καιρό, τον είχαν φέρει στα όρια του. Αφού τον έφερε σπίτι με το αμάξι, είχε ξεραθεί στο κρεβάτι του, μόλις χτύπησε το κεφάλι του το μαξιλάρι. Ενημέρωσε την Αρσινόη επειδή της το είχε ζητήσει όταν ήταν στην κλινική, μα δεν περίμενε να έρθει όντως, ειδικά αφού της είπε πως ήταν εντάξει τελικά.

Και όμως, γύρω στις πέντε και μισή, την πόρτα άνοιξε μια νεαρή ξανθιά κοπέλα, πολλή πιο ψηλή από εκείνη, που σχεδόν δεν την είδε. Γαλαζοπράσινα μάτια έπεσαν πάνω της μόλις την βρήκε στον καναπέ, αρχικά ξαφνιασμένα προτού υιοθετήσουν ένα απαλό γαλάζιο ψυχρότητας.

«Ο Αλέξανδρος;»

«Κοιμάται». Η Λιζ σχεδόν είδε βέλη να πετάγονται πάνω της. Τα αριστοκρατικά χαρακτηριστικά της κοπέλας έχαναν την απαλότητα και την ομορφιά τους. Την είχε ήδη κατατάξει ως εχθρό.

Δίχως να πει κουβέντα, η κοπέλα μπήκε μέσα στο δωμάτιο του, έχοντας αφήσει προηγουμένως την βαλίτσα της στην άκρη. Βγαίνει μερικά λεπτά αργότερα. Βγάζει το παλτό της και το κρεμά στον καλόγερο.

«Φαντάζομαι πως μίλησα μαζί σου στο τηλέφωνο. Ευχαριστώ για την βοήθεια». Σταυρώνει τα χέρια της. Δεν κάνει κίνηση για να την ρωτήσει πως την λένε ή να συστηθεί.

«Ναι. Ήρθες πολύ γρήγορα! Είχαν απευθείας πτήσεις από την Ελλάδα;»

«Από τη Ρώμη ήρθα, ήταν σύντομο ταξίδι».

«Α...». Η Λιζ μιμείται την στάση της. «Ο γιατρός έγραψε...».

«Τα φέρανε κιόλας;» Την αγνόησε και προχώρησε προς την σακούλα που είχε αφήσει στον πάγκο, δίχως να γνωρίζει που να την βάλει. Από μέσα έβγαλε τα κουτιά με τα φάρμακα και τα εισπνεόμενα.

«Είπε να φάει ελαφριά το βράδυ».

«Μιλήσαμε στο τηλέφωνο όταν ήρθα. Είναι όλα κανονισμένα».

«Μάλιστα... Πρέπει να ανησύχησες πολύ, φουριόζα σε βλέπω, όπως έλεγε και ο Άλεξ». Η ξανθούλα σηκώνει τις άκρες των χειλιών της με δυσκολία.

Νότες Τεσσάρων ΕποχώνDonde viven las historias. Descúbrelo ahora