Μια καρδιά, πόλη.

38 2 2
                                    

Καθώς περνούσα μπροστά από το σπίτι σου, τα συντρίμμια τσάκισαν τη καρδιά μου.

Το δωμάτιό σου η ζεστασιά μου, εκεί γεννήσαμε της πρώτης ένωσής μας την αξεπέραστη ανάμνηση.

Και ύστερα γίναμε ένα με αυτήν.

Είμαστε άπειρα κομμάτια, φτιαγμένα από αναμνήσεις και λίγο νερό, αγάπη μου.

Μα εγώ νιώθω πως είμαι φτιαγμένη απλώς για εσένα.

Συνεχίζοντας να περπατάω, ευχόμουν τρομαγμένη να μην χαθεί του ήλιου το φως και χαθώ μαζί του.

Μα η ώρα πέρασε και πώς να την εξαγοράσω;

Δεν μπορείς να εμποδίσεις τον χειμερινό άνεμο που σε παίρνει μακριά από τη φωλιά σου.

Δεν μπορείς να εμποδίσεις τη δύση του ηλίου.

Έτσι, δεν μπόρεσα να εμποδίσω τη φυγή σου, μήτε και τη δική μου.

Δεν μπορώ να εμποδίσω τη μορφή σου που τώρα στέκει μπροστά μου αγέρωχος.

Τα μαλλιά σου ανεμίζουν και το σκοτάδι σου ταιριάζει ανεξήγητα.

Μια πόλη γκρεμισμένη είναι τούτη. Νιώθω ανασφάλεια και θέλω να κλάψω έως ότου κάποιος να με πάρει αγκαλιά και να με σκεπάσει.

Κρυώνω τόσο πολύ, που μόνο η αγκαλιά μιας μάνας θα μπορούσε τώρα να με ζεστάνει.

Σαγαπάω τόσο πολύ, που μπρος στα πόδια σου τώρα λυγίζω και γίνομαι γκρίζα άσφαλτος.

Η καρδιά μου σαν πόλη θα έμοιαζε σαν και αυτή.

Μια καρδιά που άφησα στο δωμάτιό σου, στην αγκαλιά σου, στο χαμένο σπίτι μου.

Η Έννοια Του Χρόνου.Where stories live. Discover now