Στόρια

1 0 0
                                    

Σήκωνες πάντα το βλέμμα σου αργά να με κοιτάξεις και ένιωθα πως με ξεγυμνώνεις ολόκληρη μόλις σε αντίκριζα. Και έτσι γυμνή όπως έμενα έσπευδα να ντυθώ έρωτες και ελπίδες μα τα μάτια σου όλο μου τρυπούσαν τα υφάσματα, μου τρυπούσαν τους έρωτες, μου τρυπούσαν και τις ελπίδες. Γιατί μέσα από μένα αντίκριζαν άλλα μάτια και μέσα σε μένα αναζητούσαν άλλους έρωτες.
Μιλούσες πάντα σιγανά και η βραχνή φωνή σου έτρεμε τις νύχτες που μου πέρναγες άστρα στα μαλλιά και δάκρυζες που το φεγγάρι θα μενε πάλι μόνο του. Έκλαιγα και γω που όπου να 'ναι θα μενα και γω πάλι μόνη μου. Τότε έκλεβες κρυφά τα δάκρυά μου και τα έκρυβες σε κάτι γυάλινα δοχεία, και όποτε ένιωθα κάπως καλύτερα άνοιγες τα δοχεία και με πιτσιλούσες με μανία στο πρόσωπο, με είχες συνηθίσει βλέπεις πια στα δάκρυα και που να με γνωρίσεις έτσι ευτυχισμένη;
Έγραφες όμως πάντα όμορφα, αυτό στο παραδέχομαι, και όταν μου τραγουδούσες κάποιες νύχτες χωρίς αστέρια στο αυτί ψιθυριστά ανατρίχιαζα. Όταν μου αφιέρωνες πάνω στη θλίψη σου κομμάτια ήξερα πως απλά ήθελες να είναι εκείνη εδώ, πάντοτε της έμοιαζα εξάλλου. Δε μου έγραψες όμως ποτέ τίποτα, κι ας σου λεγα εγώ κάθε μέρα πόσο σε θέλω. Και χάθηκες μια μέρα και πήρες μαζί σου όλα τα υφάσματα, όλα τα γυάλινα δοχεία και όλα τα ποιήματα. Έμεινα εγώ τώρα γυμνή στη σιωπή μου να προσπαθώ να διώξω τη θλίψη μα να μην έχω δάκρυα να την ξεπλύνω.

2016

My writingsDonde viven las historias. Descúbrelo ahora