«Τι θα γίνει μόλις βγούμε εκεί έξω;» τον ρώτησα καθώς συνεχίσαμε να προχωράμε μέσα στον μακρύ διάδρομο που οδηγούσε στην μεγάλη αίθουσα.
«Θα περάσουν λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να σε καταλάβουν, τότε είναι που θα μιλήσω εγώ, θα τους εξηγήσω. Εσύ προσπάθησε να μιλάς όσο το δυνατόν λιγότερο. Αν τα πράγματα γίνουν επικίνδυνα, ο Thomas θα σε πάρει μακριά καθώς όλη η ομάδα σου περιμένει σήμα μου.» μου απάντησε και άρχισε να πηγαίνει όλο και πιο γρήγορα.
«Οι γονείς σου; Δεν θα πουν τίποτα;» τον ρώτησα καθώς από ότι φαίνεται εμείς θα αντιμετωπίσουμε όλους τους οργισμένους βρυκόλακες.
«Αυτή την στιγμή κάνουν την εισαγωγή τους για την εμφάνιση μας. Θα βρίσκονται ακριβώς δίπλα μας.» μου είπε, αλλά παρόλο τα καθησυχαστικά του λόγια, ο κόμπος στο στομάχι μου δεν χαλάρωσε ούτε λίγο.
«Ο Thomas θα είναι πάντα δίπλα σου, μην ανησυχείς.» μου είπε καθώς συνείχσαμε να περπατάμε στον διάδρομο.
Όσο και να προσπαθούσα να πιστέψω τα λόγια του Charles, πάντα είχα μία δικαιολογία για να αντικρούσω την ίδια μου την θέληση. Μπορεί να μην είμαι το ίδιο πρόσωπο που έφυγε από την Werewolf District, αλλά δεν ξέχασα ούτε ένα μάθημα μου αυτά τα πέντε χρόνια. Δεν ανησυχούσα για εμένα, αλλά για τον Thomas, για όλους όσους κινδύνευαν να πάθουν κακό εξαιτίας μου. Και με αυτές ακριβώς τις σκέψεις κατάλαβα τι ακριβώς άλλαξε σε εμένα. Η καρδιά μου, τα συναισθήματα μου. Είμαι περισσότερο άνθρωπος παρά λύκος.
«Τι σκέφτεσαι;» μου ψιθύρισε ο Thomas στο αυτί και με έβγαλε από τι σκέψεις μου.
«Ότι θέλω να τελειώνω με αυτή την ιστορία..» του απάντησα και μόλις το βλέμμα μου επέστρεψε μπροστά είδα μία τεράστια πόρτα και δύο φρουρούς να την φρουρούν.
«Σας περιμέναμε..» είπαν κοιτάζοντας με περίεργα.
Ο Charles δεν μίλησε, απλά κούνισε το κεφάλι του και η πόρτα άνοιξε διάπλατα, αποκαλύπτοντας χιλιάδες βρυκόλακες στο εσωτερικό της. Τα βλέμματα πέσαν κατευθείαν πάνω μας. Προσπάθησα να κρατήσω την έκφραση μου ατάραχη και φιλική, περπατούσα ρυθμικά δίπλα από τον Charles και ακριβώς από πίσω μου ακολούθησε ο Thomas. Μόλις η πόρτα έκλεισε, ήξερα πως δεν υπάρχει επιστροφή.
«Αγαπητοί μου, φυσικά γνωρίζετε τον γιό μου, αυτή που θα ήθελα να σαν συστήσω, είναι την κόρη μου Margaret Everdeen.» είπε ο Dominic και μας έκανε νόημα να τον πλησιάσουμε.
Του χαμογέλασα όσο πιο θερμά μπορούσα καθώς σταμάτησα ακριβώς μπροστά από το απέραντο πλήθος. Πήρα μία βαθιά ανάσα και κάρφωσα το βλέμμα μου στον Charles.
«Όλοι γνωρίζετε πως σήμερα είναι μία ξεχωριστή βραδιά. Σήμερα θα ορίσουμε ένα τέλος σε αυτόν τον ανούσιο πόλεμο, που βασανίζει γενιές και γενιές. Γνωρίζετε γιατί; Γιατί η κόρη μου, Margaret, πέρα από νόμιμη διάδοχος της θέσης μου, είναι και ο τελευταίος λευκός λύκος της δικής της φυλής.» μόλις ξεστόμισε τις λέξεις αυτές, νεκρική σιωπή έπεσε σε όλη την αίθουσα.
Θέλοντας ή μη, έστρεψα το βλέμμα μου στο πλήθος, οι οποίοι με κοιτούσαν, είτε σοκαρισμένοι, είτε τρομαγμένοι, είτε οργισμένοι. Η πρώτη που μίλησε ήταν η Camilia. Βγήκε μέσα από το πλήθος και με κοίταξε με ένα ψυχρό βλέμμα.
«Με λίγα λόγια, αγαπητέ μου, θέλεις να μας πεις πως η προφητεία είναι αληθινή.» είπε χωρίς να πάρει το βλέμμα της από πάνω μου.
«Θέλεις να μου πεις, πως τόσα χρόνια είχες βρει την λύση, όλων των προβλημάτων μας και το άκρυβες;» του είπε με τα μάτια της να λάμπουν από οργή.
«Camilia, είχα χάσει τα ίχνη της εδώ και πάρα πολλά χρόνια, νομίζεις πως θα έβαζα τα παιδιά μας να σκοτωθούν αν ήξερα που βρίσκεται;» της απάντησε προσπαθώντας να την ηρεμήσει.
«Είδες ποτέ την Margaret, μέσα στην έπαυλη ή κάπου αλλού;» την ρώτησε πάλι.
«ΑΥΤΉ! ΣΚΌΤΩΣΕ ΤΟΝ ΑΔΕΡΦΌ ΜΟΥ!» Γρύλισε μία φωνή μέσα από το πλήθος.
«Δεν το πιστεύω πως υπήρξες τόσο απερίσκεπτος και έφερες μία τόσο μεγάλη απειλή μέσα στο σπίτι μας, το ίδιο ισχύει και για την παρέα της..» γρύλισε η Aphrodite η οποία βγήκε και στάθηκε ακριβώς δίπλα από την Camilia.
«Μιλάμε για την σωτηρία μας κυρίες μου!» είπε μαλακά ο Dominic.
«Λοιπόν, από ότι φαίνεται συμφωνούμε πως διαφωνούμε. Συμβούλιο δεν θα γίνει. Καλείστε όλοι σαν να αποφασίσετε με πιανού το μέρος είστε. Με την οικογένεια σας; Ή με τα τέρατα της φύσης που αιώνες τώρα κατασπαράζουν καθέναν από εμάς!» μίλησε με δυνατή φωνή η Aphrodite και η σιωπή πλημμύρισε πάλι το δωμάτιο.
Ένιωσα τα νεύρα μου έτοιμα να σπάσουν, καθώς με κοίταξε με μία αηδία και αποκρουστικότητα. Το μόνο που ήθελα ήταν να της κόψω το κεφάλι με τα δόντια μου.
«Όπως βλέπεις, κανείς δεν θέλει να έρθει μαζί σου..» κάγχασε η Aphrodite μέσα στα μούτρα μου.
«ΚΆΝΕΙΣ ΛΆΘΟΣ!» άκουσα μία φωνή από το βάθος και τότε ένα αγόρι βγήκε μέσα από τον κόσμο και ήρθε να σταθεί δίπλα μου.
«Είδα τα αδέρφια μου, να σκοτώνονται ένα προς ένα σε αυτόν τον πόλεμο. Στην αρχή όλη μου η οργή και ήταν συγκεντρωμένη πάνω στους λύκους. Αλλά μετά από κάποια χρόνια, μεγαλώντας κατάλαβα πως ποτέ δεν δώσαμε τόπο στην οργή. Ποτέ δεν κανονίσαμε κάποια ειρήνη μεταξύ των φυλών. Η έχθρα μας ξεκινάει εκατομμύρια χρόνια πριν και όλοι μας μεγαλώσαμε με την πεποίθηση ότι είναι άκαρδοι εχθροί μας και πρέπει να καταστραφούν. Τι και αν δεν είναι έτσι;» είπε το μικρό αγόρι και πάνω που περίμενα ένα ακόμα κύμα σιωπή, φωνές ξέσπασαν μέσα στο δωμάτιο.
Η Aphrodite πήγε να αρπάξει το αγόρι, αλλά έπιασα το χέρι της πριν καλά καλά προλάβει να πλησιάσε το πρόσωπο του. Στα μάτια της άστραψε ο θυμός, αλλά αυτή την φορά και ένα άλλο συναίσθημα. φόβος.
«Τι νομίζεις πως κάνεις;» γρύλισε προσπαθώντας να τραβήξει το χέρι της από το δικό μου χωρίς αποτέλεσμα.
Ένα πλήθος βρυκολάκων άρχισε να κινείται και να έρχεται προς το μέρος μας. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν το γεγονός πως ήταν πάρα πολλοί περισσότεροι από ότι νόμιζα. Επίσης το μάτι μου έπιασε και τον Sedrick. Σίγουρα θα ήταν υπέρ μας όλο αυτό.
«ΗΛΊΘΙΟΙ ΣΤΡΈΦΕΣΤΕ ΕΝΑΝΤΊΩΝ ΌΛΩΝ ΤΩΝ ΑΔΕΡΦΏΝ ΣΑΣ; ΣΑΣ ΑΞΊΖΕΙ Ο ΘΆΝΑΤΟΣ!» ούρλιαξε η Camilia.
Και τότε, έτσι ξαφνικά μία μπουνιά έσκασε στο πρόσωπο μου και έπεσα κάτω. Ο Thomas πήδηξε μπροστά μου και άρπαξε την Aphrodite από τον λαιμό και την σήκωσε στον αέρα λες και ήταν πούπουλο.
«Τώρα!» φώναξε και ο Charles πάτησε ένα κουμπί και οι έξοδοι κινδύνου, άνοιξαν και μέσα μπήκαν ο Derek, o Mark, o Jasper, η Nina, ο Jeremy, ο Peter, o Robert, o Stefan, όλα τα μέλη της αγέλης του Thomas, καθώς και η Jessica αλλά και τουλάχιστον 500 στρατιώτες της Werewolf District.
«ΣΚΌΤΩΣΕ ΤΗΝ ΑΥΤΉ ΤΗΝ ΣΚΎΛΑ!» φώναξε κάποιος από πίσω μου και σηκώθηκα όρθια.
Είχε έρθει η ώρα. Η ώρα για μάχη. Πλησίασα τον Thomas νιώθοντας τον λύκο να ξυπνάει μέσα μου, η ορμή που μου έδινε ήταν απίστευτει, ήμουν σχεδόν σίγουρη πως τα μάτια μου είχαν πάρει αυτό το κίτρινο χρώμα. Τα μάτια της Aphrodite καρφωθηκαν στα δικά μου γεμάτα φόβο.
«Για αρχαία βρυκόλακας δεν μου φάινεσαι και πολύ επικίνδυνη.» της είπα νιώθοντας ένα γρύλισμα μέσα στο στήθος μου.
Σήκωσα το χέρι μου και μόνο τότε κατάλαβα πως τα νύχια μου είχαν μεγαλώσει, όπως είναι του λύκου, γαμψά και μυτερά. Ένα άγριο χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη μου καθώς έχωσα τα δάχτυλα μου στην καρδιά της, τρυπώντας την. Κρατούσα την καρδιά της στα χέρια μου, μέχρι να σταματήσει να χτυπάει, ένιωσα κάθε χτύπο αγωνίας στην παλάμη μου, μέχρι που σταμάτησε πιά.

YOU ARE READING
Supernatural War
RomanceΣε νεαρή ηλικία η Margaret Everdeen βιώνει τον θάνατο τον γονιών της από βρυκόλακες. Όλα αλλάζουν εκείνη την μέρα, χάνει τους φίλους της, τον αδερφό της, τα πάντα. Όταν όμως μεγαλώνει τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα όταν το ταίρι της ο Thomas B...