Το μόνο που σκεφτόμουν καθώς ορμούσα μπροστά ήταν τους γονείς μου, και τον James. Που χάθηκαν εξαιτίας μίας βεντέτας, λόγω μίας συνήθειας. Η οργή άρχισε να θολώνει την όραση μου και να με μουδιάζει ολόκληρη, οπότε δεν κατάλαβα καν πως βρέθηκα στην μορφή λύκου με έναν λαιμό ανάμεσα στα σαγόνια μου.
Με το που έφτυσα το άψυχο σώμα του από το στόμα μου η μορφή της μητέρας μου εμφανίστηκε μπροστά μου, το πρόσωπο της αν και γαλήνιο έδειχνε τρομαγμένο, φοβισμένο.
«Μαμά;» σκέφτηκα αλλά ξέχασα πως δεν μπορεί να με ακούσει και έτσι άρχισα να αλλάζω στην ανθρώπινη μορφή μου.
«Μαμά..» είπα με την φωνή μου σαν ψίθυρος. Ήμουν γυμνή, βρώμικη, γεμάτη αίματα και πληγές.
«Margie; Εσύ είσαι;» μου είπε χωρίς να είναι σίγουρη.
«Ναι μανούλα, εγώ είμαι!» αναφώνησα και πήγα προς το μέρος της αλλά εκείνη έκανε απότομα ένα βήμα προς τα πίσω. «Τι συμβαίνει;» την ρώτησα μα εκείνη άρχισε να κλαίει γοερά.
«Δεν είσαι εσύ το κοριτσάκι μου! Εσύ είσαι ένα τέρας!» ούρλιαξε και τα λόγια της με χτύπησαν σαν χαστούκια.
«Εγώ είμαι..» της είπα και η φωνή μου έσπασε.
«Margaret! Σε ποιον μιλάς;» άκουσα την φωνή του Thomas κάπου στο βάθος να φωνάζει, μέσα από τις κραυγιές και τα κλάματα.
«Μαμά; Γιατί μου τα λες αυτά; Γιατί;» την ρώτησα μη μπορώντας μια να συγκρατήσω τα δάκρυα μου.
«Δεν σε μεγάλωσα για να σκοτώσεις τόσο κόσμο! Δεν σε μεγάλωσα για να φέρεις φόβο, θλίψη και πόνο σε τόσες οικογένειες. Πέθανα ξέροντας πως αφήνω πίσω μου δύο παιδιά που μπορούν να κάνουν την αλλαγή μέσα σε αυτή την έχθρα αιώνων.» μου είπε με αηδία. «Που είναι ο αδερφός σου τώρα Margaret; Τι έκανες στον γιο μου;» με ρώτησε.
Δεν ήξερα τι να πω, ένιωθα τον κόσμο να καταρρέει γύρω μου, κυριολεκτικά. Δύο φρουροί με άρπαξαν από τα χέρια και άρχισαν να με σέρνουν μακριά από την μαμά μου και όλη την καταστροφή που είχα προκαλέσει. Είχε δίκιο. Είχα χαλάσει κάθε τι από τον κόσμο που είχα ζήσει, είχα γίνει ένα εγωιστικό, εγωκεντρικό τέρας.
Όλοι άρχισαν να με φωνάζουν, γιατί δεν παλεύεις Margaret; Γιατί δεν αντιστέκεσαι; Απλά δεν έβρισκα το νόημα πια. Ο Charles προσπάθησε να με φτάσει αλλά τον έπιασαν και εκείνον και τον τράβηξαν μακριά. Ο Dominic με κοιτούσε δύσπιστος, ενώ η Elizabeth κατάχλομη πλέον, έβλεπε τον πραγματικό εαυτό μου, την πραγματική Margaret.
Δεν καταλάβαινα που με πήγαιναν, μέχρι που έκλεισα την βαριά σιδερένια πόρτα από το κελί μου αφού μου έδωσαν ένα κουρέλι να φορέσω και να κρύψω την γύμνια μου. Τους απογοήτευσα όλους. Σκότωσα τον αδερφό μου, και πόσα άλλα μέλη της αγέλης. Σκότωσα τόσους βρυκόλακες, φίλησα τον ίδιο μου αδερφό. Απέρριψα το ταίρι μου. Στιγμάτισα το όνομα της αγέλης μου και της οικογένειας μου δια παντός. Εκμεταλλεύτηκα την εκπαίδευση μου για να προκαλέσω φόβο, τρόμο και θάνατο. Απογοήτευσα την θεά, που με ευλόγησε και μου έδωσε τόσα χαρίσματα.
«Margaret!» μία φωνή τόσο κενή και ψυχρή με φώναξε και σήκωσα το κεφάλι μου, μα σίγουρα δεν περίμενα να αντικρίσω αυτό.
«Θεά Luna..» φώναξα και έπεσα στα πόδια της, ακουμπώντας το κεφάλι μου στο παγωμένο πάτωμα, γεμάτη ντροπή.
«Ησύχασε σε παρακαλώ πολύ!» μου είπε αλλά παρέμεινα στην θέση μου. «Σήκωσε το κεφάλι σου, δεν έκανες τίποτα κακό ακόμη..» μου είπε και έκανα όπως με διέταξε.
Την κοίταξα με τα μάτια μου να πονάνε από το εκτυφλωτικό φως που είχε γεμίσει τον χώρο. Τα γκρι μάτια της με κοιτούσαν με λύπη και συμπόνια.
«Δ-δεν καταλαβαίνω θεά..» της είπα με την φωνή μου να τρέμει.
«Όλα αυτά που βίωσες όλα αυτά τα χρόνια, είναι μονάχα ένα όνειρο. Ή μάλλον ένα όραμα, που εγώ σου έστειλα. Είναι καιρός να γυρίσεις πίσω και τώρα που ξέρεις τι γίνεται μπορείς να το αποτρέψεις. Να αλλάξεις όλο το μέλλον και των λυκανθρώπων και των βρυκολάκων. Μην κάνεις τα ίδια λάθη. Έχεις όλη την γνώση και την σοφία που θα έπρεπε να έχεις για να τα καταφέρεις. Πιστεύω σε εσένα.» μου είπε και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου όλα έσβησαν.
Μέχρι να προσαρμοστούν τα μάτια μου και πάλι το μόνο που έβλεπα ήταν σκοτάδι. Μέχρι που σιγά σιγά άρχισα να βλέπω μορφές επίπλων γύρω μου και κατάλαβα πως δεν είμαι στο πάτωμα αλλά πάνω σε ένα μαλακό κρεβάτι. Κοίταξα πιο καλά μέσα στο σκοτάδι και είδα άλλο ένα κρεβάτι ακριβώς μπροστά μου. Δεν ήμουν πια σε κανένα κελί. Ήμουν σε ένα πολύ γνώριμο μέρος. Κατέβασα τα πόδια μου από το κρεβάτι και αθόρυβα πλησίασα αυτό που βρισκόταν απέναντι μου.
«Margie; Γιατί δεν κοιμάσαι; Είναι πολύ αργά..» άκουσα την φωνή του αδερφού μου, του Jamie.
Χωρίς δεύτερη σκέψη όρμησα πάνω του και τον αγκάλιασα σφιχτά, νιώθοντας δάκρυα χαράς να κυλάν στα μάγουλα μου. Μέσα στην ταραχή του, άναψε το φωτάκι, δίπλα από το κρεβάτι του και με κοίταξε σαστισμένος.
«Τι σε έπιασε; Πάλι εφιάλτη έβλεπες;» με ρώτησε χαμηλόφωνα και τον άφησα λίγο για να μπορέσω να τον κοιτάξω.
Το πρόσωπο του ήταν ακριβώς όπως το θυμόμουν, μόνο πολύ νεότερο. Λες και ήταν πάλι δεκατριών.
«Γιατί δεν μιλάς; Γιατί είσαι ξύπνια τέτοια ώρα; Η μαμά και ο μπαμπάς είπαν πως θα μας πάνε βόλτα αύριο το πρωί, θέλω να είμαι ξεκούραστος!» μου είπε και τράβηξε το πάπλωμα πάνω από το κεφάλι του.
Η μαμά; Και ο μπαμπάς; Πόσο πίσω είχα γυρίσει; Άνοιξα την πόρτα του δωματίου και πήγα τρέχοντας στο δίπλα μπάνιο. Κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και αμέσως κατάλαβα. Ήμουν και πάλι εννιά χρονών. Με κοντά ατίθασα μαύρα μαλλιά και κόκκινα μάγουλα και μικρά χεράκια. Το βράδυ πριν πάμε αυτή την μοιραία βόλτα. Είχα επιστρέψει λίγο πριν τον θάνατο των γονιών μου.

YOU ARE READING
Supernatural War
RomanceΣε νεαρή ηλικία η Margaret Everdeen βιώνει τον θάνατο τον γονιών της από βρυκόλακες. Όλα αλλάζουν εκείνη την μέρα, χάνει τους φίλους της, τον αδερφό της, τα πάντα. Όταν όμως μεγαλώνει τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα όταν το ταίρι της ο Thomas B...