ΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

6.8K 716 16
                                    

Ο Μάρκους μπήκε σπίτι και άρχισε να σπάει οτι υπήρχε μπροστά του.Αυτό που ένιωθε ήταν αφόρητο,δε το ήξερε,δε το μπορούσε.Ο Τομ τον είδε και έπεσε πάνω του ''Τι συμβαίνει?'' τον ρώτησε και τότε οι δυό άντρες πιάστηκαν στα χέρια ''Παράτα με!'' φώναξε ο Μάρκους και σα θηρίο συνέχισε καταστρέφοντας τα πάντα.Όταν δεν έμεινε τίποτα όρμηξε στον αδερφό του.

''Τη πηδας ρε μαλάκα!τη μικρή τη πηδάς!'' είπε κοιτώντας τον στα μάτια.Ο Τομ θόλωσε,ήξερε πως αυτή η πληροφορία στα χέρια του Μάρκους θα μπορούσε να φέρει τη καταστροφή.''Σκάσε!'' και τα σώματα ξεσπούσαν την ένταση προσπαθώντας να πληγώσει το ένα τ' άλλο.

Ο πατέρας τους όταν αντίκρυσε εκείνη την εικόνα, πανικοβλήθηκε και πάλεψε να τους χωρίσει.''ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΑΜΕΣΩΣ!'' η φωνή του τους έκανε να χωριστούν και λαχανιασμένοι να κοιτάζονται με θυμό,με οργή.

''Απαιτώ να μου πείτε τι συμβαίνει'' κοίταξε γύρω του το χάος.Κανείς απο τους γιους του δε μίλησε και ο Μάρκους χτύπησε τη πόρτα και έφυγε.Ο Τομ δε καταλάβαινε και κάτι που πέρασε απο το μυαλό του το έδιωξε αμέσως.Ο πατέρας του τον πλησίασε ''τι έγινε παιδί μου?'' εκείνος ακόμα λαχανιασμένος με τη καρδιά του να κάνει σα τρελή έπιασε τους ώμους του πατέρα του και έσκυψε το κεφάλι ''Να εύχεσαι να μην είναι αυτό που υποψιάζομαι.'' Απάντησε και απομακρύνθηκε.

Η Άντα έμεινε τυλιγμένη στη βεράντα της και ενώ κοιτούσε τη θάλασσα μπροστά της έβλεπε το πατέρα της,τη Τίνα,την Έμμα,τον Τομ.Τι έπρεπε να κάνει?Ξαφνικά ο έρωτάς της τη πονούσε,την αρρώσταινε.Πέταξε τη ζακέτα απο πάνω της και άρχισε να τρέχει.Έπρεπε να τον βρει,έπρεπε να μάθει,έπρεπε.Και δε σταμάτησε,δε θα σταμάταγε αν δεν έβρισκε το Μάρκους.

Τον είδε μόνο του να περπατά στην ακροθαλασσιά,μακρυά απ'όλους και έτρεξε σα τρελή μέχρι που στάθηκε μπροστά του.Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ο Μάρκους ήταν να τη δει και κατάπιε με δυσκολία.Την άρπαξε με δύναμη απο τα μπράτσα που σχεδόν πατούσε στις μύτες των ποδιών της.''Φύγε απο μπροστά μου'' εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι και δειλά άγγιξε το στήθος του.Τον έκαψε,τα χέρια της πάνω του δε τα άντεχε.Έβαλε τις παλάμες του στη πλάτη της και τη κράτησε αγκαλιά.''Πες...πες μου τι θες να κάνω'' του ψιθύρησε με τρεμάμενη φωνή και εκείνος λύγιζε.Αυτό που μέσα του μεγάλωνε ήθελε να το σκοτώσει ''Θα παίξουμε.θα παίξεις μαζί μου.Αλλιώς...''προσπαθούσε να συνεχίσει την απειλή του ''...όλοι θα σε δουν να πηδιέσαι με τον αδερφό μου'' της είπε,τα είχε καταφέρει.Πίστευε πως αν της φαιρόταν όπως σε όλες τις άλλες θα βοηθούσε τον εαυτό του,θα τον έπειθε πως οτι νιώθει είναι ψεύτικο,μια απάτη.Η Άντα έτρεμε ''σε...σε παρακαλώ.Υποσχέσου μου να μη με αγγίξεις.Μόνο αυτό.'' Τα λόγια της τον σκότωναν έκαναν το μυαλό να χάνεται και τη καρδιά να σπάει. Την απομάκρυνε και τη κοίταξε στα μάτια.Χάιδεψε το μάγουλό της απαλά ''στο υπόσχομαι να μη σ'αγγίξω ποτέ χωρίς τη θέλησή σου'' η Άντα δε καταλάβαινε είχε μπερδευτεί,ήταν χαμένη.Το πρόσωπό του δεν ήταν άγριο πια και δε τη φόβιζε, αντίθετα ένιωσε θλίψη για εκείνον.Πλησίασε και δειλά άγγιξε τα χείλη της ''φίλα με.Όπως εκείνον!'' τα δάκρυα για ακόμα μια φορά έτρεξαν και κλείνοντας τα μάτια του έδωσε αυτό που ζητούσε.Σα να τη κρατούσε κάποιος άλλος,σα να τη φιλούσε ο Τομ,έτσι ένιωσε και οι παλμοί αυξήθηκαν.Όσο ένιωθε τη γλώσσα του στη δικιά της η ταραχή μεγάλωνε και ξαφνικά τον έσπρωξε απότομα.Έκανε πίσω και τον κοιτούσε στα μάτια με ανοιχτό το στόμα,με τον πανικό σε όλο το κορμί.Τον προσπέρασε και έτρεξε μακρυά.

Ο Μάρκους άφησε τα γόνατά του να πέσουν στην άμμο και έριξε μπουνιές στη γη.Τώρα ήξερε πως και η Άντα είχε νιώσει το ίδιο, μα αυτή τη φορά μόνο χαρά δεν ένιωθε.Ο έρωτας του είχε χτυπήσει τη πόρτα και τον τιμωρούσε για οτι είχε κάνει μέχρι τώρα.

Εκείνο το κορίτσι φεύγοντας απο το σπίτι δεν άλλαζε μόνο τη ζωή της αλλά και τη ζωή των άλλων.

Ήταν τόσο χαμένη που δεν έβλεπε μπροστά της και λίγο πριν το σπίτι έπεσε πάνω στο Τομ.Όταν το συνειδητοποίησε τύλιξε τα χέρια της γύρω του ''Κράτα με.Σε παρακαλώ κράτα με'' ζήτησε απεγνωσμένα και εκείνος την έσφιξε γλυκά ''Τι έπαθες μωρό μου?τι συμβαίνει?'' για λίγο δε μίλησε μα για πολύ λίγο ''Σ'αγαπάω'' το σώμα του Τομ ανατρίχιασε και έκλεισε τα μάτια του.Την κρατούσε και δεν ήθελε να τελειώσει εκείνη η στιγμή ποτέ ''Και εγώ μωρό μου'' ψιθύρησε και τη φίλησε.Η Άντα πάλευε μέσα της,έδινε αγώνα.Του έλεγε την αλήθεια,τον αγαπούσε μα ξαφνικά αυτό που ένιωσε για τον αδερφό του δε ταίριαζε και ένιωθε μέσα σε ένα παιχνίδι που κανείς δεν ήξερε τους κανόνες.Σε ένα παιχνίδι που κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν ο αντίπαλος και ποιον έπρεπε να νικήσει.Ο φόβος την αγκάλιασε και εκείνη τον κράτησε μέσα της βαθυά.

μη λες ΠΟΤΕWhere stories live. Discover now