ΥΠΟΜΟΝΗ

6.9K 646 17
                                    

Ο Μάρκους στο γυρισμό σχεδόν έσερνε τον εαυτό του και πλησιάζοντας στο μπαρ είδε μια απο εκείνες τις γυναίκες που χωρίς προσπάθεια είχε ρίξει.Τη πήρε απο το χέρι αμέσως και την εκλεισε στο μπάνιο.Δε τη φίλησε,δε τη χάιδεψε μα απότομα τη γύρισε και μπήκε μέσα της βίαια.Η κραυγή της, πρόδιδε πόνο αλλά δε τον ένοιαζε.Τράβηξε τα μαλλιά της και έγινε ακόμα πιο άγριος.Τη τιμωρούσε μαζί και τον εαυτό του και εκείνη απλά τον άφηνε.

Κοιτούσε τη γυναίκα μπροστά του και ένιωσε σκουπίδι,κατάλαβε πως στη ζωή του τις έβλεπε όπως ακριβώς τον έβλεπαν και αυτές.Σκουπίδια στον ίδιο κάδο,χωρίς αξία,χωρίς όρια,χωρίς καρδιά.Η σάρκα τους, οδηγούσε το μυαλό και τους μετέτρεπε σε ζώα.

Έκλεισε τα μάτια και το πρόσωπο της Άντας τον έκανε να τραβηχτεί απότομα.Η γυναίκα γύρισε και πονηρά ρώτησε ''τι συμβαίνει μωρό μου?'' προσπαθώντας να τον αγγίξει.Της χτύπησε το χέρι ''ντύσου και φύγε'' της είπε άγρια και αυτή το έκανε χωρίς άλλες κουβέντες.

Βγαίνοντας απο το μπάνιο η Έμμα τον είδε και έτρεξε στα πόδια του ''Θείε!?'' τη κοίταξε και τη πήρε στα χέρια του ''Τι θες μικρή?'' ρώτησε ''θα με πας για μπάνιο?'' ο μικρός άγγελος δεν άφηνε αδιάφορο κανέναν ακόμα και τη σκληρή καρδιά του μπορούσε να τη κάνει να μαλακώσει για λίγο.Άλλωστε πάντα τον βασάνιζε η αμφιβολία και ας μη το έδειχνε.

Πριν γεννηθεί δε τον ένοιαζε μα μόλις την αντίκρυσε για πρώτη φορά ένιωσε ευάλωτος.Μήπως ήταν δικό του παιδί? Το πρώτο που σκέφτηκε.Αυτη η ερώτηση δεν απαντήθηκε ποτέ και έμεινε καλά κλειδωμένη στο μυαλό.Μ'αυτό ζούσε,μ'αυτό αλήτευε,μ'αυτό ξενυχτούσε μα ποτέ δε μίλησε.Δεν ήταν έτσι ο Μάρκους και δε θα άλλαζε.Το έλεγε στο καθρέφτη του σε κάθε ευκαιρία.

Της έκανε το χατήρι και μαζί βρέθηκαν να παίζουν στο νερό.Ο Τομ τους είδε και κοντοστάθηκε.Έτριψε το πρόσωπό του.Δεν ήταν αυτός ο αδερφός του,δε ήταν και κάτι μέσα του άλλαξε.

Η Τίνα παρακολουθόυσε τα πάντα απο απόσταση,όλοι ήταν απασχολημένοι και κανείς δε τη πρόσεχε,είχαν ξεχάσει ποια ήταν,πως ήταν και ίσως αυτό να το πλήρωναν.

Η Άντα είχε ανάγκη απο έναν δικό της άνθρωπο και κάλεσε τη Σίσσυ.Δε είπε τίποτα στο τηλέφωνο απλά τη παρακάλεσε να πάει και εκείνη της υποσχέθηκε πως σε δυο μέρες θα ήταν εκεί.Για μια στιγμή και μόνο ένιωσε μια ασφάλεια,μια ανακούφιση.Έκανε ένα μπάνιο και εκείνο το βράδυ είχε αποφασίσει να μείνει σπίτι μόνη της.Δεν άντεχε άλλες συναντήσεις,προτιμούσε να κάνει παρέα με τον εαυτό της και ένα ποτήρι κρασί.Έβαλε μουσική και έκαστε έξω.Το τοπίο,η νύχτα,η μουσική και το κρασί τη βύθιζαν ακόμα πιο πολύ σε σκέψεις.Δε το είχε ζητήσει αυτό,δε το ήθελε μα κατάλαβε πως για πρώτη φορά η απόφαση δεν ήταν δική της.

Η ζωή είναι απρόβλεπτη, τη μια όλα κυλούν σωστά και οργανωμένα και την άλλη έτσι απλά χάνεις τον έλεγχο.Η Άντα θα έκανε τα πάντα για το Τομ,εκείνον είχε διαλέξει,σε εκείνον είχε χαρίσει τη καρδιά της και μια καρδιά δε μπορεί να κοπεί στα δυο.Έτσι πίστευε,έτσι ήλπιζε.

Αναστέναξε και έστρεψε τα μάτια στον ουρανό,τώρα πια μόνο εκείνος τη γαλήνευε και σε εκείνον απευθύνθηκε θλιμένα.

Οι δυό μέρες πέρασαν.Είχε φτάσει το πρωινό που η Σίσσυ απο ώρα σε ώρα θα ήταν κοντά της.Σηκώθηκε απο το κρεβάτι χαμογελαστή.Ντύθηκε και πήγε αμέσως στο μπαρ.Ένας καφές ήταν οτι έπρεπε.Έκατσε και ο Πολ την εξυπηρέτησε αμέσως.Χαμογελούσε,η Άντα εκείνη τη μέρα χαμογελούσε και φώτιζε τα πάντα γύρω της.Η Τίνα όταν την είδε έκατσε μαζί της ''έγινε κάτι καλό και είσαι τόσο χαρούμενη?'' ρώτησε.Δε τη πείραζαν πια οι ερωτήσεις της,τίποτα δε τη πείραζε και κούνησε θετικά το κεφάλι ''Έχω επισκέψεις και είμαι ενθουσιασμένη''.

Τα αδέρφια δεν άργησαν να εμφανιστούν και η Άντα έριξε τα γυαλιά στο πρόσωπό της αμέσως.''Καλημέρα''είπε ο Τομ και εκείνη έγνεψε απλά.Ο Μάρκους κράτησε απόσταση και απλά δε σταμάτησε να τη κοιτάζει.Εκείνες τις μέρες δε την ενόχλησε και απλώς απορούσε.Χαιρόταν μα απορούσε.Και ξαφνικά θυμήθηκε το βίντεο και το χαμόγελο έσβησε.Έπρεπε να τον κάνει να το σβήσει,να το εξαφανίσει.Η χαρά έφυγε και άρπαξε το καφέ της έτοιμη να φύγει.

''Που πας Άντα?'' τη ρώτησε και το κορμί πάγωσε.Έμεινε ακίνητη.Ο Μάρκους πλησίασε ''Μείνε μωρό μου,θα φύγουμε μαζί'' η ανάσα της έντονη.Γιατί της το έκανε αυτό?γιατί?Τη γύρισε στη θέση της.Δεν αντιστάθηκε και κοίταξε το Τομ να σκληραίνει.Όλο του το σώμα φώναζε και η εικόνα του τη τρέλαινε. Η Τίνα χαμογέλασε ικανοποιημένη ''Τι συμβαίνει με εσάς?''αυτή η γυναίκα πεταγόταν όταν δεν έπρεπε.

''Εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου'' απάντησε ο Μάρκους και έκανε τον Τομ να πάρει θέση ''Πρόσεχε πως μιλάς'' την υποστίρηζε,γιατι την υποστίρηζε?αναρωτήθηκε η Άντα. ''Μάζεψέ τη τότε αδερφάκι'' ειρωνικός ο τόνος του και τότε ο αδερφός του τον πλησίασε θυμωμένα.Ήταν έτοιμοι για τσακωμό και η Άντα δε το ήθελε.Δε προστάτευε την Τίνα αλλά ξαφνικά οι δυό τους πολεμούσαν για μια γυναίκα,για εκείνη.Έβαλε τα χέρια της στο στήθος του Μάρκους ''Σε παρακαλώ,πάμε'' του είπε και σα μαχαιριά τα λόγια πλήγωσαν τον Τομ.

Μέσα της του φώναζε,υπομονη,να κάνει υπομονή! Και έτσι τη πήρε και απομακρύνθηκαν.Τον άφηνε πίσω της και πονούσε!

μη λες ΠΟΤΕWhere stories live. Discover now