Εκείνο το βράδυ δε κοιμήθηκα καθόλου.Το μόνο που έκανα ήταν να βλέπω τον Έρικ ξαπλωμένο δίπλα μου.Το γιο μου,το παιδί μου και έπειτα να φέρνω στο μυαλό το Μάρκους.Δεν ήξερα πως θα τα κατάφερνα,δεν ήξερα που θα έβγαζε αυτή η συνάντηση.Ούτε τι είχε συμβεί στη ζωή του πέντε χρόνια τώρα ήξερα και όλα αυτά μου έκλεψαν τον ύπνο.Δεν ήμουν μόνη πια,δεν αποφάσιζα μόνο για τον εαυτό μου.
Όταν άρχισε να ξημερώνει σηκώθηκα και έφτιαξα ένα καφέ.Δε μπορούσα να σκέφτομαι άλλο και απλά έμεινα να κοιτάω τη μέρα να έρχεται.Δεν ήταν πολύ αργά όταν ξύπνησε ο μικρός και αμέσως μπήκα μέσα.Τον έπλυνα και τον έντυσα ''μαμά δε θα πάμε θάλασσα?'' και πηγαίνοντας στη κουζίνα απάντησα ''Ναι αγόρι μου,να φας πρωινό και αργότερα θα πάμε στη φίλη σου.Στο υποσχέθηκα.Πήγαινε έξω και έρχομαι.'' άρχισα να του ετοιμάζω να φάει και ενώ δεν άργησα πολύ όταν βγήκα με το δίσκο παραλίγο να τον έριχνα κάτω.
Ο Μάρκους τον είχε αγκαλιά και κοιτούσαν προς τη παραλία.Ακούμπησα το φαγητό στο τραπέζι και εντελώς αυθόρμητα,απο το πανικό μου,φώναξα ''ΕΡΙΚ!'' γύρισε και το παιδί με κοίταξε όπως και εκείνος.Πήγα προς το μέρος του με θυμό ''ΠΗΓΑΙΝΕ ΜΕΣΑ ΤΩΡΑ!'' αμέσως μετάνοιωσα για τη συμπεριφορά αυτή καθώς ποτέ δεν ύψωνα το τόνο της φωνής μου.Το προσωπάκι του άλλαξε,τρόμαξε και άρχισε να κλαίει.Τύλιξε τα χέρια στο λαιμό του Μάρκους και δεν ήθελε να με κοιτάξει.Πλησίασα και χωρίς να τον πάρω απο τα χέρια του,του χάιδεψα τη πλάτη ''Συγνώμη μωρό μου,κοίτα με σε παρακαλώ'' ζήτησα και ευχόμουν να το κάνει.Συνέχισε να κλαίει και να μου λέει πως δε τον αγαπάω.Έλιωσα,πόνεσα και γύρισα τη πλάτη μου προσπαθώντας να συγκρατηθώ όταν άκουσα το Μάρκους να του μιλάει ''Ε!Φιλαράκο σταμάτα να κλαις.Φυσικά και η μαμά σ'αγαπάει'' και τον έκανε να σηκώσει το κεφάλακι του απο το λαιμό του.Έστρεψα το βλέμμα μου στο μικρό και του έκανα νόημα να έρθει αγκαλιά μου.Ευτυχώς το έκανε και μπόρεσα να ηρεμήσω.Του σκούπησα τα μάτια ''Λοιπόν πήγαινε να πλείνεις το πρόσωπό σου,πως θα συναντήσεις τη φίλη σου?Βάλε μαγιό και μόλις φας θα πάμε να τη βρούμε.Ετσι?'' σα παιδί έυκολα το ξεπέρασε και έτρεξε στο σπίτι χαμογελώντας.Τον κοίταζα μέχρι να μπει μέσα και ένιωσα το απότομα τράβηγμα του Μάρκους.Κόλλησα πάνω του με το κεφάλι σκυφτό,δε το άντεχα και ήμουν ανίκανη να κουνηθώ ''Κοίτα με.Κοίτα με Άντα!'' κατάπια με δυσκολία και δε σήκωσα τα μάτια μου ''Δε θέλω να ξανα έρθεις.Θέλω να με αφήσεις ήσυχη'' φοβόμουν και εννοούσα κάθε λέξη ''Το παιδί είναι δικό μου και μη τολμίσεις να το αρνηθείς'' η ανάσα μου έγινε βαρυά και μούδιασα ολόκληρη ''είσαι τρελός'' με μια απότομη κίνηση με πόνεσε κάνοντας με να αναστενάξω''Το ένιωσα,το βλέπω.Θα με βρίσκεις μπροστά σου μέχρι να μου το πεις και αυτή τη φορά δε θα φύγεις αν αυτό σου περνάει απο το μυαλό'' σήκωσα το βλέμμα μου και χάθηκα στη ματιά του,έτρεμα ''Τι δουλειά έχεις εδώ?Αφού...αφού ο οικισμός πουλήθηκε.'' είπα και τον έκανα να χαμογελάσει ''Πολύ σωστά.Τα έμαθες όλα εκτός απο το σε ποιον πουλήθηκε.Σε εμένα Άντα,σε εμένα.'' δεν ήξερα αν αυτό ήταν ατυχία ή της μοίρας ακόμα ένα παιχνίδι.Ο μικρός βγήκε έξω και αμέσως χαλάρωσε το χέρι του.Το μπράτσο μου κοκκίνησε και όταν το είδε ''Συγνώμη.'' έιπε και πήγε στον Έρικ.Λύγισε τα γόνατα και έκλεισε το προσωπάκι του στις παλάμες του ''λοιπόν μικρέ,θα σε περιμένω στο μπαρ,θέλω να γνωρίσω το κορίτσι σου!'' ο μικρός ενθουσιάστηκε και μόλις με είχε φέρει προ τετελεσμένου γεγονότος.Πως να το ακύρωνα?με ποια δικαιολογία?Φεύγοντας κοντοστάθηκε μπροστά μου για λίγο και σχεδόν χωρίς φωνή είπε ''Εμείς οι δυο δε τελειώσαμε''.Κράτησα το κεφάλι μου και ήξερα πως είχα μπλέξει.Και ενώ είχα πάει στο μέρος που αγάπησα για να συνεχίσω ήσυχη μόλις συνειδητοποιούσα οτι άλλη μια περιπέτεια ξεκινούσε.
YOU ARE READING
μη λες ΠΟΤΕ
RomanceΤο ''Ποτέ'' είναι μια λέξη όπως τα ζάρια.Ρισκάρεις κάθε φορά που τη λες!