ΜΑΡΚΟΥΣ & ΤΟΜ

6.5K 645 15
                                    

Άφησα την Άντα και γύρισα σπίτι.Πνίγομαι και δε μπορώ να πάρω ανάσα.Όταν μπήκα μέσα και έκλεισα, είδα το πατέρα μου να με κοιτάει.Ήμουν λαχανιασμένος και οι σκέψεις με έκαιγαν.Εκείνος με πλησίασε και έβαλε τη παλάμη του στο λαιμό μου ''Γιε μου,πονάς.Γιατί?''έσκυψα το κεφάλι και προσπαθούσα να μη πω λέξη.Με ήξερε,με διάβαζε.Ανεχόταν όλες τις αλητείες μου,θύμωνε και κάποιες φορές φώναζε μα πάντα,πάντα ήταν εκεί οταν έπρεπε.Ούτε στα μάτια δε μπορούσα να τον δω.Τον κράτησα με τα δυο μου χέρια ''Έβλεπες οτι είμαι σκατά,γιατί?Γιατί με κράτησες?Έπρεπε να με πνίξεις με τα ίδια σου τα χέρια.Να απαλλαγείς και εσύ και όλοι.'' εκείνος δάκρυσε.Τόσο χρονών και ακόμα και τώρα τον έκανα να δακρύζει.''Τι λες γιε μου?Τι λες παιδί μου?'' με έβαλε στην αγκαλιά του αμέσως και πονούσα ακόμα πιο πολυ ''Καλύτερα να πέθαινα παρά να έχανα έναν απο τους δυο σας''τον έσφιξα,τον κράτησα.Ποτέ πριν δε το είχα κάνει,η αγκαλιά μου πάντα άδεια που κανέναν δε χώραγε.Όλα μέσα μου ανακατεμένα,μαύρα.

Χρόνια πριν,παιδί ακόμα είδα τη μάνα μου να πηδιέται με έναν φίλο του.Τη μίσησα και μαζί της όλες τις γυναίκες.Εκείνη την εικόνα την έχω ακόμα καθαρά μέσα στο μυαλό μου.Εφιάλτης που κάθε βράδυ με τσακίζει.Στα πρόσωπά των γυναικών έβλεπα πάντα εκείνη.Δε μίλησα ποτέ και τι να έλεγα δηλαδή αφου γρήγορα πέθανε.Ήμουν ο μόνος που δεν έκλαψε,ο μόνος που έβλεπα το φέρετρο με θυμό.Έλεγα και ξαναέλεγα στον εαυτό μου οτι της άξιζε και τα βράδυα έκρυβα το κεφάλι κάτω απο το μαξιλάρι σπαράζοντας ως το πρωί.Μέχρι σήμερα,μέχρι να δω τα μάτια της Άντας που άξαφνα έσπασαν  μέσα μου όλο αυτό που έχτιζα απο μικρό παιδί. 

Κοίταξα το πατέρα μου,έβαλα το χέρι του στο λαιμό μου ''Κάντο σε παρακαλώ.Απάλλαξέ με!''και τα δάκρυα έβρεξαν το πρόσωπό μου.''Μάρκους! μίλα μου γιε μου,μη με αφήνεις έτσι.'' πρώτη φορά με έβλεπε να λυγίζω ''Δεν αντέχω άλλο να κρατιέμαι μακρυά της!ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΩ!'' τα μάτια του άνοιξαν και κατάλαβε,αμέσως κατάλαβε και με τράβηξε μπροστά στο πρόσωπό του ''Πρέπει παιδί μου,μ'ακούς?Πρέπει!'' το ήξερα και εγώ.Άρχισα να ηρεμώ και μαζί καθήσαμε στο τραπέζι.Δε μιλήσαμε για πολύ ώρα μόνο πίναμε.Είχα κατεβάσει ένα μπουκάλι και δε μου έφτανε,ήθελα κι άλλο μέχρι να πέσω σε κώμα.Αυτό το σχέδιο είχα,να ανοίξω τα μάτια μετά απο χρόνια και όλα να είναι διαφορετικά.Αυτό το σχέδιο είχα!

Ο Τομ όταν μας αντίκρυσε όρμηξε και άρπαξε το μπουκάλι απο τα χέρια μου.Προσπάθησα να σηκωθώ αλλά δεν είχα κανέναν έλεγχο πια στο κορμί μου και το μόνο που κατάφερα ήταν να σωριαστώ στο πάτωμα.Με κουβάλησαν με το πατέρα μου μέχρι το μπάνιο ''Γιατί τον άφησες να πιεί τόσο?'' τον άκουσα να ρωτάει ''Πάψε Τομ!''του απάντησε και σε πολύ λίγο το παγωμένο νερό έπεφτε πάνω μου.Με χτυπούσε στο πρόσωπο προσπαθώντας να με κάνει να ανοίξω τα μάτια ''Άνοιξε τα μάτια σου ρε!Μη με κάνεις να σε πλακώσω!''ήθελα να του πω,να του εξηγήσω μήπως εκείνος μπορούσε να σφίξει το χέρι του στο λαιμό μου,μήπως εκείνος με βοηθούσε.Όμως δε τα κατάφερα και απλά έμεινα σιωπηλός και κοιμησμένος.

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ήμουν στη παραλία και έκανα βόλτα.Έκλεβα λίγο απο την ηρεμία της θάλασσας,απο τη γαλήνη.Προσπαθούσα να αδειάσω το μυαλό μου και να απολαύσω τη στιγμή.Δε πρόλαβα όμως καθώς ο Τομ απότομα έπεσε πάνω μου, βρεθήκαμε και οι δυο στην άμμο.Ήταν ανάμεσα στα πόδια μου και τον κοιτούσα τρομαγμένη.Με το ένα χέρι άρπαξε τα μαλλιά μου και με το άλλο το σαγόνι μου ''Σε άγγιξε?ΛΕΓΕ!'' είχα μείνει άφωνη,δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη.Η ανάσα του γρήγορη,αγωνιώδες και τα μάτια του πέταγαν φωτιά.''Μίλα Άντα γιατί θα τρελαθώ.Σε άγγιξε?'' ξαναρώτησε πιο ήρεμα.Κούνησα το κεφάλι αρνητικά όσο μπορούσα και είπα ''ό...όχι'' με τρεμάμενη φωνή.΄΄ΣΗΚΩ!'' απαίτησε και με τράβηξε απο το χέρι.Εκείνος μπροστά και εγώ πίσω του.Βιαζόταν,σχεδόν έτρεχε και με κούραζε.Φτάσαμε στο γραφείο του και έκλεισε τη πόρτα.Με έβαλε να κάτσω εκεί και στάθηκε μπροστά μου.Με έκλεινε με το σώμα του λες και φοβόταν πως θα του έφευγα.Τον είδα να αρπάζει το τηλέφωνο και να καλεί έναν αριθμό ''Βάλτε αμέσως μπροστά το διαζύγιο.ΑΜΕΣΩΣ!'' τον κοίταξα με ανοιχτό το στόμα και όταν το έκλεισε με φίλησε με πάθος.''Τέλος τα παιχνίδια.Είσαι δικιά μου!''ήταν ασταμάτητος και με έγδυσε γρήγορα.Δε με άφηνε να κάνω τίποτα,με το ζόρι κατάφερνα να τον αγγίζω.Με κόλλησε πάνω του και κοιτώντας με στα μάτια μπήκε μέσα μου.Μια κραυγή πόνου ξέφυγε απο τα χείλη μου.Ούτε τότε σταμάτησε.Σα να ήθελε να μου δώσει να καταλάβω οτι μόνο αυτός,μόνο αυτός είχε δικαίωμα πάνω μου.Ακόμα και σε εμένα δεν ήθελε να αφήσει κανένα.Πίεζα τα δάχτυλά μου στους ώμους του και εκείνος συνέχιζε πιο άγρια,πιο γρήγορα.Σα κούκλα στα χέρια του.Μου ψιθύριζε συνέχεια λόγια κατάκτησης ''δε θα σε αφήσω απο τα χέρια μου''οι αναστεναγμοί μου έγιναν έντονοι ''ακόμα και χώρια θα με νιώθεις μέσα σου'' άρπαξα το λαιμό του δυνατά ακριβώς όπως έκανε και εκείνος.Με έκανε να τον κοιτάξω ''είσαι δικιά μου.Πες το μου,θέλω να τ'ακούσω'' τράβηξε τα μαλλιά μου και με έκανε να το πω ''Είμαι.Είμαι δικιά σου!'' έτσι συνέχισε και όταν κατάλαβα πως δε θα σταματούσε προσπάθησα να τον σπρώξω ''Μη το κάνεις,όχι μέσα μου'' ζήτησα αλλά εκείνος άρπαξε το πόδι μου για να μου δώσει τη θέση που ήθελε και με κλείδωσε στην αγκαλιά του.Ένα τελευταίο ''όχι'' είπα λίγο πριν τελειώσει. 

Απο εκείνο το γραφείο έφυγα ακόμα πιο μπερδεμένη και αποφάσισα να αφήσω τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους.Εκείνα θα μου έδειχναν τι έπρεπε να γίνει.Θα έδειχνα εμπιστοσύνη στη μοίρα.Στη καλή μου μοίρα που τώρα περισσότερο απο ποτέ χρειαζόμουν να με βοηθήσει.Το μόνο σίγουρα ήταν πως πλέον όλες οι αλήθειες είχαν υποθεί.Ο Τομ ήξερε για τον αδερφό του και έτσι όλα είχαν βγει στο φως πια.

μη λες ΠΟΤΕWhere stories live. Discover now