Κεφάλαιο 17°

182 49 5
                                    

                               --Τζονι--

Το ρολόι πίσω από τη πόρτα χτύπησε και η Ελίζαμπεθ σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε την ώρα. Ο Τζόνι άργησε.
Δεν ήταν κάτι που συνήθιζε να κάνει και αυτό την θορύβησε. Έλεγξε το κινητό της. Τίποτα. Ούτε ένα μήνυμα.
Είχαν συμφωνήσει να πηγαίνουν πριν βραδιάσει, κατά της επτά αλλά είχε πάει οχτώ και μισή και εκείνος δεν ήταν πουθενά.

Ξέροντας ότι η ζωή τους δεν ήταν και η πιο ήρεμη, και πως καμιά φορά γινόταν επικίνδυνη, η Ελίζαμπεθ άρχισε να ανησυχεί. Πήγε στη κουζίνα και κοίταξε το φαγητό. Είχε κρυώσει. Αποφάσισε να μαγειρέψει εκείνη αυτή τη φορά μα η όρεξη που είχε τώρα έγινε κόμπος στο στομάχι.
Έφτιαξε ένα καφέ, κοίταξε πάλι το κινητό της και πριν τον πάρει τηλέφωνο, άκουσε το αμάξι του παρκάρει απ' έξω.

"Θεέ μου, ευτυχώς..." μονολογησε αφού είχε  βάλει στο μυαλό της τα χειρότερα και πήγε τρέχοντας στη πόρτα.
"Είσαι καλά;" ήταν οι πρώτες της κουβέντες μόλις άνοιξε και τον είδε.

"Μια χαρά Ελίζαμπεθ. Με συγχωρείς που άργησα" ήταν περίεργος και δε της άρεσε καθόλου που την προσφώνησε με το όνομα της. Είχε μήνες να τον ακούσει να το λέει.

"Άργησες και ανησύχησα" ο Τζόνι μπήκε μέσα, έβγαλε το τζακετ του και εκείνη έσμιξε τα φρύδια της

"Σίγουρα όλα ενταξει; Έφτιαξα και φαγητό. Κρυωσε αλλά..."

"Δεν πεινάω Λιζ... Έφαγα έξω" Είχε μια μυρωδιά επάνω του που δε της άρεσε καθόλου.

"Τι μυρίζει έτσι;" ο Τζόνι πήγε στο σαλόνι και εκείνη τον ακολούθησε. Τα ρούχα του μύριζαν καπνό και κάτι που έμοιαζε με φθηνό άρωμα. "Και γιατί έφαγες έξω; Αφού σου είπα πως θα φτιάξω κάτι να τσιμπήσουμε..."

"Έτυχε κάτι και δε πρόλαβα να σε ειδοποιήσω. Μπορείς να κάτσεις να φας. Εγώ θα είμαι εδώ..."

Η Ελίζαμπεθ άρχισε να τα παίρνει στο κρανίο από το τρόπο που της μιλούσε. Δεν ήταν ψυχρός αλλά ούτε και έδειχνε ενδιαφέρον. Ήταν απλά περίεργος. Και εκείνη η μυρωδιά είχε αρχισει να της χτυπάει στα νεύρα.

"Αυτό το κάτι φορούσε και άρωμα; Βρωμάς!" δεν άντεξε και του είπε πικροχολα. "Και προφανώς τα ήπιες λίγο..." σχολίασε στη συνέχεια

"Ήρθε μια φίλη και βγήκαμε έξω. Η ώρα πέρασε και ούτε που το κατάλαβα. Εντάξει τώρα;" τον άκουσε και ο κόμπος στο στομάχι της επέστρεψε. Ήταν ένα αίσθημα καινούριο. Ενοχλητικό. Δε της άρεσε καθόλου.

The Lighthouse Où les histoires vivent. Découvrez maintenant