Κεφάλαιο 23°

360 68 3
                                    

--Το τερας--

"Δεσποινίς Μπράουν! Τι έκπληξη!" ο νεαρός στην υποδοχή την χαιρέτησε και εκείνη πλησίασε το πάγκο. Το διαμέρισμα βρισκόταν στον 6° όροφο μιας από της πιο πολυτελούς περιοχής της πόλης.
"Καιρό είχα να σας δω. Ήρθατε για τον κύριο Μάξγουελ να υποθέσω σωστά;"

"Καλησπέρα Όλιβερ. Ναι, είναι επάνω σωστά;"

"Ναι, ναι" απάντησε χωρίς να της ζητήσει κάτι παραπάνω "Μόλις έφυγε και εκείνη η.... Η κοπέλα τέλος πάντων" Σχολίασε χαμηλά "Να τον ειδοποιήσω μια στιγμή"

"Δεν χρειάζεται Όλιβερ. Με περιμένει. Ευχαριστώ" η Ελίζαμπεθ κίνησε προς το ασανσέρ και μπαίνοντας μέσα αναστεναξε. Αυτό ήταν. Ήρθε η ώρα να λογαριαστει μαζί του και να λήξει όλη αυτή η τρέλα που επικρατούσε. Όσο έφτανε επάνω όμως , η καρδιά της άρχισε να χάνει χτύπους.
Είχαν να βρεθούν μόνοι από εκείνη τη νύχτα που έμεινε σπίτι της. Τότε που όλα καταστράφηκαν.

Έκλεισε τα μάτια της και θυμήθηκε τα λόγια του Καριμ... Της είπε ότι μόνο εκείνη μπορούσε να τον -φτιαξει- αλλά μετά τα σημερινά η Ελίζαμπεθ δεν ήταν σίγουρη αν θα καταφέρει να τον κάνει να έρθει στα λογικά του ή αν όλα θα έπαιρναν τον κατήφορο.

Το ασανσέρ σταμάτησε και οπλίζοντας τον εαυτό της με θάρρος , βγήκε και περπάτησε τέρμα στο διάδρομο. Τη τελευταία φορά που είχε πατήσει το πόδι της σε εκείνο το διαμέρισμα, όλα ήταν ευτυχισμένα...
Τώρα έμοιαζαν απλά δυσοίωνα και σκοτεινά.

Στάθηκε έξω από τη πόρτα , χτύπησε μια φορά και περίμενε. Τίποτα. Ύστερα χτύπησε ξανά , πιο δυνατά και άκουσε βήματα.

"Τι τρέχει, ξέχασες τα κλειδ..." μόλις την είδε να στέκεται έξω από τη πόρτα, του κόπηκε η φωνή. Το πρόσωπο του σκοτείνιασε και κάθε φλέβα πετάχτηκε προς τα έξω.

Η Ελίζαμπεθ δεν είπε λέξη. Τον αγριοκοιταξε και με ένα μεγάλο βήμα, τον προσπερασε και μπήκε μέσα.

"Τι δουλειά έχεις εδώ;" ρώτησε κοφτά μπαίνοντας μπροστά της

"Μυρίζει σαν στάνη εδώ μέσα!" αηδίασε κοιτώντας το χώρο γύρω της. Τασάκια γεμάτα. Άδεια μπουκάλια πεταμένα, ρούχα , κουτιά από φαγητό...

"Σήκω και φύγε γιατί θα κάνω κάτι που θα μετανιώσω" ο Τζόνι την έπιασε από το μπράτσο, άνοιξε τη πόρτα και την έσπρωξε προς τα έξω αλλά εκείνη πιάστηκε από τη κάσα της πόρτας και τον απομάκρυνε δυνατά. Μόλις ο Τζόνι παραπάτησε, τον κοίταξε έκπληκτη. Χιλιάδες φορές τον είχε σπρώξει είτε για πλάκα είτε πάνω στα νεύρα της αλλά ποτέ δεν έχανε την ισορροπία του.

The Lighthouse Where stories live. Discover now