{Μέρα 12 - Eruri (Attack On Titan)}

381 20 44
                                    

12. Making out

Pairing: Erwin Smith (Έρβιν Σμιθ) x Levi Ackerman (Λίβαϊ Άκερμαν) 

Fandom: Attack On Titan / Shingeki no Kyojin

ναι, τα γνωστά, όχι cannon... 

Λέξεις: 2099

~~~

    Τα βράδια συνήθιζε να βλέπει εφιάλτες, σκοτεινά όνειρα, φωνές και τα πρόσωπα του Φάρλαν και της Ίσαμπελ να πεθαίνουν ξανά και ξανά μπροστά στα μάτια του και εκείνος ανήμπορος να τους φτάσει, ανίκανος να τους βοηθήσει. Και όταν ξυπνούσε μέσα σε ιδρώτα και τρέμουλο ήταν μόνος, κουλουριασμένος στο κρεβάτι του, δάκρυα να μαζεύονται στα μάτια του και αυτό το μίσος στην καρδιά του που ξεχείλιζε όλο του το είναι. Μπορούσε σχεδόν να μυρίσει το αίμα τους, να ακούσει τις κραυγές τους και στο τέλος το μόνο που υπήρχε ήταν ένα παγωμένο κενό στο κέντρο του στήθους του. Και έτσι δεν κοιμόταν πολύ ώρα, δυο-τρεις ώρες το πρωί (ίσως συνηθισμένος και από την παλιά του ζωή που έπρεπε πάντα να είναι σε εγρήγορση) και μετά πλενόταν, ντυνόταν, όχι πως συνήθιζε να φοράει ειδικά ρούχα για τον ύπνο. Συνήθως απλά καθόταν κάπου και ο ύπνος τον τύλιγε για ελάχιστο χρονικό διάστημα χωρίς καν να το καταλάβει.

   Είχε βγει για μια βόλτα στην ηρεμία των διαδρόμων του κάστρου. Το πυκνό σκοτάδι κάλυπτε τα πάντα και ο χειμωνιάτικος αέρας έκανε τα άκρα του να τρέμουν καθώς περπατούσε στους ερημωμένους διαδρόμους. Πέτρες και σκιές και η ελαφριά μυρωδιά ανθρώπινου ιδρώτα, όλα ήταν τόσο χειροπιαστά και καθημερινά που τον βοηθούσαν να αφήσει πίσω του τις φωνές, τις αγωνιώδης κραυγές των ανθρώπων που ήταν κάποτε φίλοι του. Πριν γίνουν τροφή για τα τέρατα που αυτή τη στιγμή έξαιναν τους τοίχους χιλιόμετρα μακριά ελπίζοντας να σπάσουν την προστασία της ανθρωπότητας και να την εκμηδενίσουν μέσα σε έναν όλεθρο από πόνο και αίμα. Και ο Λίβαϊ δεν φοβόταν να πεθάνει. Περισσότερο φοβόταν να ζήσει, να ζήσει και να δει και άλλους ανθρώπους που αγαπούσε να πεθαίνουν... Αν αγαπούσε δηλαδή ποτέ κάποιον άλλον πέρα από την ανάμνηση του Φάρλαν και της Ίσαμπελ.

   Τύλιξε το σακάκι του πιο σφιχτά γύρω από το σώμα του καθώς έβγαινε στον περίβολο του κάστρου. Ήθελε να δει τα αστέρια, να χαζέψει το μαύρο ουρανό και τις φωτεινές ζωγραφιές του, ήθελε απλά να κάτσει κάπου όπου δεν θα τον ενοχλούσε κανείς και να χαθεί στην ομορφιά του τοπίου. Ο ουρανός, όμως, ήταν καλυμμένος από σύννεφα εκείνο το βράδυ, γκρίζοι όγκοι που δεν ξεχώριζαν στο μαύρο χρώμα που κάλυπτε τα πάντα αλλά αυτό που τον ξάφνιασε δεν ήταν ούτε τα σύννεφα αλλά ούτε και το τσουχτερό κρύο. Αλλά το χιόνι. Είχε χιονίσει το βράδυ, ένα λευκό πέπλο είχε καλύψει τα πάντα και η ατμόσφαιρα μύριζε χειμώνα. Δεν είχε δει ποτέ ξανά χιόνι στη ζωή του, έτσι όπως είχε περάσει όλα του τα χρόνια κλεισμένος στην υπόγεια πόλη κάτω από την πρωτεύουσα, μακριά από τον ήλιο και την ομορφιά της φύσης και το θέαμα του έκοψε την ανάσα. Τα πάντα λευκά, τα πάντα ήρεμα και παγωμένα, τα πάντα καθαρά. Το χιόνι φαινόταν καθαρό, αψεγάδιαστο χωρίς πατημασιές και λασπωμένες λίμνες. Ομοιόμορφο, τέλειο.

30 Day OTP ChallengeNơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ