{Ακόμη θυμόμαστε την αγνότητα που την είχαμε βρει τόσο αινιγματική, πλυμένη σε μιαν αυγή που αγαπούσαμε, γιατί δεν ξέραμε πως μέσα μας, ακόμη πιο βαθιά, ετοιμάζαμε άλλα όνειρα πιο μεγάλα που θα 'πρεπε να σφίξουν στην αγκαλιά τους ακόμη περισσότερο χώμα, περισσότερο αίμα, περισσότερο νερό, περισσότερη φωτιά, περισσοτέρων Έρωτα!}
Η Αγνή ξεκίνησε να περπατεί στο δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι της, μια διαδρομή που κάθε ημέρα έκανε με εκείνον γυρίζοντας από το σχολείο, από τις βόλτες, από το μπάνιο στη θάλασσα. Οι αναμνήσεις σαν εικόνες περνούσαν μπροστά από τα μάτια της. Εκείνος να την κρατά δειλά δειλά από το χέρι, να την κάνει βόλτες το γύρω του νησιού με το ποδήλατό του, να της χαρίζει τα λουλούδια που με κόπο και κίνδυνο να τον πιάσει η γιαγιά Δημήτραινα, είχε κόψει μόνο για εκείνη. Δάκρυα κύλησαν από την άκρη των ματιών της και έφτασαν ως τα χείλη της κάνοντάς την να γευτεί την πικρή γεύση της λύπης και της νοσταλγίας. Κάθε γωνιά του νησιού και μια ανάμνηση με εκείνον. Γέλια, φωνές, χαρές όλα έρχονταν στη μνήμη της να την τυραννούν. Πόσο της είχε λείψει ο τόπος αυτός, πόσο της είχε λείψει να είναι ευτυχισμένη εκεί δίπλα του, μαζί του. Λίγο πριν φτάσει στην εξώπορτα του παλιού αρχοντικού της άκουσε κάποιον να φωνάζει το όνομα της :
''Αγνή εσύ είσαι;'' άκουσε μια γυναικεία φωνή να την καλεί. Γύρισε πίσω και είδε την Δήμητρα την παιδική της φίλη, που μικρές ήταν αχώριστες και θα έλεγες πως ήταν αδελφές για να τις δένει τέτοια αγάπη και αφοσίωση.
''Δήμητρα'', αναφώνησε εκείνη και έτρεξε στην αγκαλιά της ξεσπώντας σε κλάματα.
''Εσύ είσαι Αγνή μου; Πού εξαφανίστηκες βρε Αγνούλα μου, δεν το πιστεύω ότι είσαι εσύ, νόμιζα ότι είχες χαθεί για πάντα. Δεν μπορούσα να βρω ούτε εσένα ούτε τη μητέρα σου καλή μου Αγνή, έλεγε εκείνη φιλώντας την ασταμάτητα μια στο μάγουλο μια στο μέτωπο.
Η Αγνή δεν ήθελε να ξεκολλήσει από την αγκαλιά της παιδικής της φίλης. Τόσα χρόνια στη φυλακή είχε στερηθεί κάθε ανθρώπινη επαφή, δικό της άνθρωπο δεν είχε κανένα που να την νοιάζεται. Η μητέρα της είχε πεθάνει ένα χρόνο αφού εκείνη βρέθηκε κατηγορούμενη για το θάνατο του ανθρώπου που της κατέστρεψε τη ζωή εν μια νυκτί.
Η Δήμητρα κατάφερε να δραπετεύσει από την αγκαλιά της Αγνής και κάθισε να την κοιτά ξανά και ξανά για να πιστέψει ότι δεν είναι όνειρο και ότι βλέπει ξανά μετά από δέκα χρόνια την αγαπημένη της φίλη και αδελφή.
DU LIEST GERADE
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΟΛΟΣ
RomantikΜια γυναίκα που η ζωή της στέρησε περισσότερα από όσα όφειλε να της δώσει.. Εκείνον και κάτι δικό τους... Έναν έρωτα που δεν μπορεί και δε θέλει να ξεχάσει. Ακόμα και μέσα στο κελί εκείνος είναι η αναπνοή της. Τα μάτια του ο φάρος της ζωής της... Δε...