3} ΟΙ ΝΙΚΗΜΕΝΟΙ

1.2K 164 21
                                    


"Είχαμε μέσα κι οι δυο μας βαθιά τον πανικό του χωρισμού, Νοσταλγούσαμε τόσο να χαρίσουμε τις αβέβαιες πλάνες μας στ' όνειρο, Όμως ποιος δε λογάριασε τα λευκά καλοκαίρια που πληγώσαν τα χρόνια μας, Ποιος δεν επίστεψε πως δεν είχαμε ακόμα πληρώσει το χρέος μας ολάκερο Και βρίσκουμε την κρίσιμη τούτη στιγμή αιχμάλωτους όρκους στη νιότη μας, αισθήματα πιο πλούσια από τ' άναμμα της σάρκας; Ξέρεις πως πια ξεχάσαμε τ' αμέριμνα παιδιά που σπαταλούσαν το γέλιο τους, Ξέρεις πως θά 'ρθει μια μέρα που θα φορέσουμε αλογάριαστα ολόγυμνοι τον εαυτό μας. Συντροφεύοντας τις ακριβές μας αμφιβολίες, ξαγρυπνήσαμε ατέλειωτες νύχτες Χωρίς δίπλα μας να 'ναι κανείς ν' ακούσει την αγωνία της φωνής μας. Αγαπήσαμε μια τρικυμία καινούρια, Κι όμως γιατί ν' αναβάλλουμε πάντα την ώριμη χρονολογία; Και μένουμε δυο νικημένοι μ' ολιγόπιστα μάταια φερσίματα..."

ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

Η Αντιγόνη έμεινε να κοιτάζει την φιγούρα του από μακρυά, μέχρι που εξαφανίστηκε από τα μάτια της κάνοντάς την να αναρωτιέται αν όλα αυτά ήταν πραγματικότητα ή δημιούργημα της φαντασίας της. Για μερικά ακόμα λεπτά έμεινε ακίνητη προσπαθώντας να ανακτήσει δυνάμεις, ύστερα βρέθηκε μπροστά από το σπίτι της και άνοιξε διάπλατα την μεγάλη εξώπορτα του παλιού αρχοντικού της. Τα κάγκελα είχαν σκουριάσει, σαν αν διαμαρτύρονταν για την εγκατάλειψη χρόνων, τα δε ξερά χόρτα την είχαν ξεπεράσει σε ύψος και κάλυπταν την κύρια είσοδο του σπιτιού. Εκείνη μελαγχόλησε στην εικόνα αυτή. Θυμήθηκε όλες τις χαρούμενες αναμνήσεις που την συνέδεαν με αυτό το σπίτι, τον μεγάλο γεμάτο λουλούδια κήπο της μητέρας της, την τεράστια ξύλινη κούνια που της είχε φτιάξει ο πατέρας της. Και μέσα σε όλα αυτά εκείνος να στέκει εκεί, ακριβώς μπροστά στην είσοδο, περιμένοντας την χαμογελαστός και κρατώντας πάντα ένα λευκό τριαντάφυλλο που έκλεβε από τον κήπο της γειτόνισσας κάθε πρωί.

Η καρδιά της σφίχτηκε στις αναμνήσεις αυτές και μονομιάς επανέφερε τον εαυτό της στο σήμερα. ''Θέλει πολύ δουλειά'' σκέφτηκε, αλλά ήταν έτοιμη να το φτιάξει από την αρχή, να είναι όπως παλιά , λες και ένα σπίτι θα μπορέσει να τις δώσει όλα όσα το παρελθόν τις στέρησε, λες και ζωντανεύοντας το παλιό της αρχοντικό θα μπορούσε να έχει και εκείνον ξανά μπροστά της.

Τις επόμενες ημέρες η Αγνή επικεντρώθηκε στην ανακαίνιση του σπιτιού. Με τη βοήθεια της Δήμητρας μέσα σε μια εβδομάδα είχε καταφέρει να συγυρίσει το εσωτερικό του, να αλλάξει τις κουρτίνες, να αγοράσει κάνα δυο έπιπλα και είχε καταφέρει να σουλουπώσει αρκετά τον κήπο του. Οι γείτονες της, δεν άργησαν να αντιληφθούν τον ερχομό της και σιγά σιγά, δειλά δειλά ένας ένας την επισκεπτόταν,συγκινημένοι την αγκάλιαζαν και η χαρά τους που την ξανάβλεπαν ζωγραφίζονταν στο πρόσωπό τους. Άραγε εκείνος να είχε μάθει για τον ερχομό της. Η σκέψη αυτή συνέχεια τυραννούσε το μυαλό της αλλά καμιά απάντηση δεν ερχόταν να ικανοποιήσει την κρυφή της αυτή περιέργεια. Ήταν αδύνατο να μην είχε μάθει για την επιστροφή της. Στην κλειστή κοινωνία του νησιού τα νέα μαθαίνονταν στο λεπτό. Άραγε θα την αναζητούσε, θα την είχε ξεχάσει ήταν άραγε μόνος του ακόμα η είχε τη δική του οικογένεια; Αυτές οι ίδιες σκέψεις τυραννούσαν το μυαλό της καθημερινά, ξανά και ξανά. Με αυτές τις σκέψεις ξυπνούσε και με αυτές κοιμόταν.

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ  Ο ΚΟΣΜΟΣ ΟΛΟΣWhere stories live. Discover now