11} ΝΕΟΙ ΕΧΘΡΟΙ

1K 137 14
                                    


''Μιαρές ασήμαντες λεπτομέρειες που καθορίζουν σιγά – σιγά τη ζωή σου.Ποια ζωή σου;Φιλοδοξίες, έρωτες, ενοχές,πανάρχαια χρέη σπατάλησαν τη ζωή σου.Τι έμεινε;Η στάχτη των περασμένων κάθεται στα έπιπλα,θολώνει τα τζάμια, τους καθρέπτες και πάνω τους γράφω καμιά φορά τα ονόματα εκείνων που έφυγαν.Και άλλοτε στέκομαι στο παράθυρο και κοιτάζω τους περαστικούς, να πηγαίνουν στην λήθη.

                                                                                                                                                               Τ.Λ.

Μαύρα σύννεφα καπνού είχαν κάνει την εμφάνισή τους στο κέντρο του νησιού, ακριβώς επάνω από το σπίτι της Αγνής ενώ κόσμος είχε συγκεντρωθεί γύρω από την κεντρική εξώπορτα και παρακολουθούσε την προσπάθεια των πυροσβεστών να καταλαγιάσουν την φωτιά που είχε εξαπλωθεί στο ισόγειο του σπιτιού.

Η Αγνή τρέχοντας σαν τρελή κατάφερε να βρεθεί σε κλάσματα του δευτερολέπτου ακριβώς έξω από το σπίτι. Σαν μανιασμένη ζητούσε από τους πυροσβέστες να κάνουν ότι μπορούν για να σβήσουν την φωτιά που απειλούσε να καταστρέψει κάθε τι δικό της. Κάθε τι που είχε απομείνει για να την συνδέει με την οικογένειά της, τη μοναδική περιουσία που της είχαν αφήσει οι δικοί της. Το σπίτι του πολυαγαπημένου της πατέρα που τόσο νωρίς και άδικα έχασε.

Έτρεχε αλαφιασμένη από εδώ και από εκεί και παρακαλούσε έναν έναν τους πυροσβέστες να καταφέρουν να σώσουν το σπιτικό της, ώσπου κάποια στιγμή δεν άντεξε,τα πόδια της δεν την κρατούσαν άλλο και γονάτισε στη μέση του δρόμου σε στάση προσευχής.Εκείνη τη στιγμή βρισκόταν σε άλλη διάσταση, είχε απομονώσει τους ήχους, τις εικόνες κάθε τι που την συνέδεε με τον επίγειο κόσμο. Παρακαλούσε το Θεό να τη λυπηθεί, να την σώσει από αυτό το μαρτύριο. Η Δήμητρα έστεκε πάνω ακριβώς από τη φίλη της και άρχισε να ξεσπά σε κλάματα βλέποντας την να υποφέρει τόσο. Δεν μπορούσε να την βοηθήσει την στιγμή εκείνη και καταριόταν τον εαυτό της γι αυτό. Πόσα ακόμα θα υπέφερε η φίλη της αναλογιζόταν.

''Θεέ μου σε παρακαλώ πάρε με από ετούτο εδώ τον άκαρδο και σκληρό κόσμο που με τόση ευλάβεια δημιούργησες. Δεν μου έχει απομείνει τίποτα άλλο. Πόσα ακόμα να αντέξω. Αυτήν την ψυχή και την καρδιά που την έδωσες γερή στο πλάσμα που δημιούργησες φρόντισαν κάποιοι να την πληγώσουν και να την καταστρέψουν. Ζει άραγε ο άνθρωπος χωρίς ψυχή και χωρίς καρδιά;' Ποιανού το χρέος καλούμαι να ξεπληρώσω; 'ελεγε και ξανάλεγε χτυπώντας το χέρι της στο στήθος της.' Γρήγορα μετάνιωσε για τα λόγια της αυτά που ήταν απρεπή και συνέχισε :

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ  Ο ΚΟΣΜΟΣ ΟΛΟΣWhere stories live. Discover now