17} ΓΙΑ NA ΣΕ ΣΥΝΑΝΤΗΣΩ, ΓΙ ΑΥΤΟ ΕΓΙΝΕ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ

1K 137 5
                                    

''Γιατί του έρωτα πρέπει να του δινόμαστε γυμνοί, όπως δινόμαστε στον ύπνο και στο θάνατο. Γιατί ο Έρωτας θαρρώ είναι η μόνη μεταλαβιά της αιωνιότητας.

Η νύχτα είχε καλύψει για τα καλά με το μαύρο χρώμα της το χώρο έξω από τη σπηλιά, ενώ τα μοναδικά σημεία ζωής σε εκείνο τον έρημο τόπο ήταν ο ήχος από σμίξιμο των κλαδιών των δένδρων λόγω του ανέμου και οι χτύποι της καρδιάς τους. Το φως από τα διάσπαρτα φαναράκια δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρά μαγευτική. Λές και οι δυο τους δεν βρίσκονταν στον επίγειο κόσμο, αλλά είχαν βγει από την τροχιά της γης. Ο ήχος από το γάργαρο νερό του μικρού καταρράκτη που υπήρχε στο κέντρο της σπηλιάς, μελωδία γλυκιά που αποτελούσε το πρόλογο της ιστορίας τους. Της δικής τους ιστορίας που είχαν αφήσει στη μέση πριν κάποια χρόνια. Τα νήματα της ζωής τους είχαν μπλεχτεί μεταξύ τους από μικρή ηλικία, η μοίρα όμως θέλησε να τα κόψει βίαια και τώρα αποφάσισε να τους ενώσει ξανά.Η καρδιά όμως δε ξεχνά ακόμα κι αν ξεχάσει το μυαλό. Πάντα άγρυπνος φρουρός του έρωτα η καρδιά. Είχε έρθει η ώρα η Αγνή και ο Άλκης του παρελθόντος να γίνουν ο Άλκης και η Αγνή του τώρα.

Εκεί λοιπόν μέσα στην σκοτεινή ατμόσφαιρα της σπηλιάς η Αγνή έλαμπε από ευτυχία. Τα λόγια του βάλσαμο στη καρδιά της. Την αγαπούσε και ζούσε μόνο για εκείνη. Τώρα πλέον το καταλάβαινε, της το έδειξε με τον πιο δυνατό τρόπο. Η χαρά της απερίγραπτη τα μάτια της όμως δεν έλεγαν να σταματήσουν να τα κλαίνε. Δάκρυα χαράς αναμεμειγμένα με φόβο έκαναν την εμφάνιση στο πρόσωπό της που είχε πλέον μουτζουρωθεί.

Αυτός όμως δεν άντεχε να την βλέπει σε αυτή τη κατάσταση. Η εικόνα της αυτή τον γέμιζε αμφιβολίες, έπρεπε να χαίρεται και όχι να κλαίει αναλογιζόταν κάθε τόσο ώσπου δεν άντεξε.. Την πλησίασε σιγά σιγά, έσκυψε ακουμπώντας τα γόνατά του στο έδαφος για να βρίσκονται και οι δυο τους στο ίδιο ύψος και αφού άπλωσε τα χέρια του προς το μέρος της, την τράβηξε στην αγκαλιά του.

«Εδώ είναι η θέση σου ψυχή μου. Πάντα εδώ ήταν», της έλεγε γλυκά και με τρυφερότητα σκούπιζε το μουτζουρωμένο πρόσωπό της. Για εκείνον το να την βλέπει να κλαίει ήταν σαν χιλιάδες καρφιά να του τρυπούν την καρδιά. Κάθε δικό της δάκρυ και ένα καρφί στο κέντρο της καρδιάς του, να του θυμίζει πως είναι να αγαπά, να αναπνέει, να ζει για εκείνη.

«Έλα άγγελε μου, σε παρακαλώ μην κλαις άλλο... Το ξέρεις ότι οι άγγελοι δεν πρέπει να κλαίνε... Μου ματώνεις τη καρδιά, εσύ ποτέ δεν πρέπει να κλαις», έλεγε και της χάριζε διαδοχικά φιλιά. Πρώτα στο μέτωπο και σιγά σιγά αφήνοντας το αποτύπωμα των χειλιών του σε κάθε επιφάνεια του προσώπου της, έφτασε στα χείλη της. Χείλη υγρά, ποτισμένα από τα δάκρυά της που έφταναν ως τις άκρες τους. Την φίλησε απαλά ρουφώντας από άκρη σε άκρη την αλμύρα της λύπης της. Ένα φιλί που δεν διήρκεσε παρά λίγα μόνο δευτερόλεπτα, φιλί όμως που την έκαψε γλυκά, όπως επιθυμούσε κάθε φορά που τον έβλεπε. Έμεινε δίπλα της, να ακουμπά το μέτωπό της, τα χείλη του ένα εκατοστό μόλις μακρυά από τα δικά της και η ζεστή του ανάσα να γίνεται δική της πνοή. Μια ανάσα που θα την αναγνώριζε παντού. Όσα χρόνια και να περνούσαν η ανάσα του, το φιλί του, η ματιά του αποτύπωμα για όλες τις αισθήσεις της. Γιατί όταν αγαπάς δεν αγαπάς μόνο με την καρδιά αλλά με όλες σου τις αισθήσεις και βλέπεις και γεύεσαι και μυρίζεις τον έρωτα και την αγάπη. Χωρίς κάτι από αυτά τα συναισθήματα η καρδιά είναι μισή. Το πρόσωπό της είχε κρυφτεί στο λαιμό του και και ρουφούσε τη ζεστασιά και τη μυρωδιά που ανάβλυζε το δέρμα του.

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ  Ο ΚΟΣΜΟΣ ΟΛΟΣWhere stories live. Discover now