16} ΟΣΑ ΔΕ ΖΗΣΑΜΕ ΑΥΤΑ ΜΑΣ ΑΝΗΚΟΥΝ

922 133 14
                                    


ΟΣΑ ΔΕ ΖΗΣΑΜΕ ΑΥΤΑ ΜΑΣ ΑΝΗΚΟΥΝ

Τ.Λ.

Δύο μπορεί τρείς ή και περισσότερες ώρες να την βρήκαν να κάθεται αμίλητη στο τραπεζάκι που βρισκόταν στο μπαλκόνι της. Ο ήλιος είχε εξαφανιστεί από τα μάτια της, είχε και εκείνος χαθεί στη γλύκα της θάλασσας, είχε γίνει ένα με αυτή και οι τελευταίοι χρυσοί κρύσταλλοί του που αντανακλούσαν το είδωλό του στην επιφάνειά της, την αποχαιρέτησαν γλυκά. Γι' αυτό λάτρευε πάνω από όλα το πατρικό της σπίτι. Η θέα από το μπαλκόνι της της έδινε ζωή. Ενα σπίτι χτισμένο στο πιο ψηλό σημείο του νησιού με θέα το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας. Μαγεία, αυτή η λέξη ταίριαζε. Ο ψυχρός αέρας που χάιδευε απαλά το πρόσωπό της δεν είχε καταφέρει να την αποσπάσει από τις σκέψεις της. Σκεφτόταν όλα όσα είχαν συμβεί και προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη τη ζωή της. Η στάχτη από το τσιγάρο είχε σχηματίσει ένα μικρό βουναλάκι ακριβώς στο κέντρο του παλιού σταχτοδοχείου, σημάδι πως τα βάσανά της την έπνιγαν και δεν την άφηναν να αναπνεύσει. Έτσι καθόταν και στο κελί της τις περισσότερες φορές. Δεν ήθελε βλέπεις να έχει επαφή με τον έξω κόσμο.. Εκείνη αρνούταν πεισματικά να βγεί στο προαύλιο των φυλακών να χαρεί τον ήλιο, δεν ήθελε να γευτεί τον έξω κόσμο, της θύμισε εκείνον και την απουσία του από τη ζωή της. Τιμωρία και λύτρωση ταυτόχρονα.

Την δυσάρεστη αναδρομή στο παρελθόν διέκοψε ο ήχος από την κόρνα του ποδηλάτου του κυρ. Θωμά, ένας ήχος που έβγαινε με το ζόρι, πνιχτός μα συνάμα τόσο αστείος.

''Αγνούλα μου καλησπέρες'' της φώναξε εκείνος και κρατώντας με το ένα χέρι το τιμόνι του ποδηλάτου, σηκώθηκε ελάχιστα από τη θέση του και με μια κίνηση ιπποτική έβγαλε την ξεθωριασμένη τραγιάσκα του και την χαιρέτισε.

''Να σαι καλά κυρ Θωμά μου'', είπε και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. «Να προσέχεις τ' ακούς έ, και πιο σιγά με το ποδήλατο», τον παρακάλεσε τρυφερά. Εμ αυτός ο γεράκος ήταν σκέτος σίφουνας. Δεν είχε αλλάξει καθόλου. Δεν έλεγε να συμμορφωθεί με την ηλικία του. Έκανε τρέλες και έκανε τους δικούς του να ανησυχούν. Άλλοι έλεγαν πως τα είχε χαμένα. Η Αγνή όμως ήξερε καλύτερα από όλους γιατί ο κυρ Θωμάς ήταν ανήσυχο πνεύμα. Η απώλεια της κόρης του σε νεαρή ηλικία του είχε κοστίσει τρομερά. Ποτέ δεν το ξεπέρασε, της το είχε εξομολογηθεί της Αγνής από παλιά.

« Δεν πρέπει παιδί μου να φεύγουν τα παιδιά πιο πριν από του γονείς», της έλεγε κάθε φορά που την έβλεπε. Όλες οι αναμνήσεις που είχε από την κόρη του ήταν οι βόλτες με το ποδήλατο που έκαναν κάθε μέρα στο νησί. Το μικρό του κοριτσάκι με τις όμορφες μπουκλίτσες και τα ροδαλά μάγουλα. Της έμοιαζε της Αγνής, το ήξερε, όπως και ήξερε ότι για αυτό της είχε τόση αδυναμία ο Κυρ Θωμάς. Αλλά δεν την πείραζε διόλου αυτό την Αγνή. Γιατί είχε βρει και εκείνη έναν πατέρα στο πρόσωπό του. « Γι αυτό εγώ θα πεθάνω πάνω στο ποδήλατο να το ξέρεις της έλεγε πότε πότε. Αλλά να μην στεναχωρηθείς, εγώ θα πεθάνω ευτυχισμένος γιατί θα δω το κοριτσάκι μου πάλι» ....

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ  Ο ΚΟΣΜΟΣ ΟΛΟΣDonde viven las historias. Descúbrelo ahora