Όταν ξύπνησα ήταν ακόμη νύχτα και έβρεχε. Το παντζουρι κοπανουσε στον τοίχο από τον αέρα. Ήμουν ακόμη νυσταγμενη, παρόλα αυτά σηκώθηκα, πήρα μια καρέκλα και κάθισα μπροστά στο παράθυρο.
Απ το παράθυρο μου, παρατηρουσα τα λιγοστά φώτα της πόλης που ήταν αναμένα. Η πιο όμορφη ώρα της ημέρας, σκέφτηκα. Η καλύτερα της νύχτας...
Και να φανταστείς ότι οι περισσότεροι άνθρωποι κοιμούνται.
Άκουσα ένα χτυπο στην πόρτα. "Ναι?" "Δεν κοιμάσαι, έτσι δεν είναι? " άκουσα τη φωνή του Αλεξ. Έκανα μια αδιαορατη κίνηση. Πέρασε και καθίσε στο κρεβάτι μου.
" Της μοιάζεις, ξέρεις " είπε με σταθερή φωνή. Δε χρειάστηκε να ρωτήσω ποιας. Για τη μητέρα μου μιλούσε.
"Ναι, μου το χουν ξαναπεί" είπα σιγανά, και ευχήθηκα να σταματήσει αυτή η κουβέντα εδώ. Αλλά εκείνος φαίνεται δεν είχε σκοπό...
" Ξέρεις, έτσι καθόταν τα βράδια. Κοιτώντας τ αστέρια. Μια φορά της λέω : γιατί το κάνεις αυτό κάθε νύχτα? Τόσο πολύ σ αρέσει να βλέπεις τ αστέρια? Και μου απαντάει : θέλω να μετράω τ αστέρια κάθε νύχτα για να ξέρω μήπως έπεσε κανένα αστέρι και δεν πρόλαβα να κάνω ευχή "
Δύο δάκρυα έτρεξαν από τα μάγουλα μου τα οποία ένιωθα να με καίνε. Όταν γύρισα να τον κοιτάξω είδα και στο δικό του μάγουλο δάκρυα.
" Τη ρωτάω μετά, αν όντως τα αστέρια είναι πιο λίγα κάθε μέρα και δεν έχει προλάβει να κάνει ευχές. Και μου λέει.. " εδώ σταμάτησε να πάρει μια ανάσα." και μου λέει : όχι, ψέματα μας λένε. Κανένα αστέρι δεν πέφτει και καμιά ευχή δεν εκπληρώνεται. "
" Και τότε γιατί συνέχιζε να το κάνει κάθε βράδυ? "ρώτησα απορημενη. Γέλασε." Αυτό ρώτησα κι εγώ. Και μου απαντάει : Άλλοι για να κοιμηθουν μετράνε πρόβατα. Εγώ μετράω αστέρια. Σε άλλους ανήκουν χωράφια, σε εμένα ανήκει ο ουρανός "
Πιάσαμε τα κλάματα κι οι δύο. Δεν ξέρω πως είχε αποφασίσει να μου τα πει όλα αυτά σήμερα ούτε και το γιατί. Και τότε με χτύπησε.
" Που τα ξέρεις εσύ όλα αυτά? Που ξέρεις τι έκανε τη νύχτα? "
" Σωστά. Δικαιουσαι την αλήθεια. Λοιπόν δεν είναι κάτι. Τώρα πια τουλάχιστον. Την αγαπούσα, και ακόμη την αγαπάω, και εκείνη με αγαπούσε. Πιστεύω τουλάχιστον. Μέναμε μαζί. Ήμασταν υπέροχα.Και τότε ήρθε ο Τζέιμς, ο πατέρας σου. Δεν τον μισώ ή τίποτα τέτοιο αλήθεια. Και ούτε κρατάω κακία σε κανέναν. Λίγα παράπονα μόνο. " Αναστεναξε.
" Η σχέση σας... Ήταν σοβαρή? " δεν άντεξα άλλο και το ρώτησα.
" Εκείνη τη μέρα θα της έκανα πρόταση... Αλλά πάλι ίσως δεν ήταν γραφτό να γίνει. Ξέρεις η μητέρα σου, ήταν... Πως να το πω... Ελεύθερο πουλί. Ζούσε κάπου μακριά στα σύννεφα. Φαινομενικά ήταν εδώ μαζί μας, αλλά κατά βάθος είχε ένα δικό της κόσμο. Τώρα, πιστεύω, σ αυτό τον κόσμο βρίσκεται... Θέλω να πιστεύω τουλάχιστον "
" Την αγαπούσες έτσι δεν είναι?"ρώτησα.
" Για πάντα και πάντα "
" Πονάς κι εσύ, δε πονάς? Που πέθανε... "
" Όσο δε φαντάζεσαι... "......................................................................
Μόλις άνοιξα τα μάτια μου ξεπηδησε η συζήτηση που είχα με τον Αλεξ. Η αλήθεια είναι ότι χάρηκα κάπως που βρήκα κάποιον να μοιραστώ αυτήν την απώλεια...
Τέλος πάντων, ώρα για σχολείο! Όπως κάθε φορά είχα βρει από πριν τι θα φορέσω, οπότε ακολούθησα την καθημερινή ρουτίνα. Πλυθηκα, ντύθηκα, έφαγα κάτι μικρό για πρωινό και έτοιμη!
"Κόρτνεϊ! " φώναξα." Είσαι έτοιμη? " με τι ερώτηση κι αυτή. Σίγουρα δεν θα ήταν έτοιμη. Θα βαφοταν και τα σχετικά." Τέλος πάντων, εγώ πηγαίνω, οκ? "
" ΟΚ " ακούω και ανοίγω την πόρτα. Με το που βγαίνω από το σπίτι, βάζω τα ακουστικά. Στο φουλ εννοείται. Είχε βρέξει πολύ χθες οπότε κοιτούσα με ευλαβεια τα αθλητικά μου, να μη πέσουν σε καμία λακούβα. Και ταυτόχρονα σιγοτραγουδούσα... Σχεδόν είχα φτάσει. Μπορούσα να δω τα παιδιά στο προαύλιο. Ξαφνικά ένα αμάξι περνάει με φορά με αποτέλεσμα όλα τα νερά να πέσουν πάνω μου!! "Ηλιθιε" φωνάζω και βλέπω στιγμιαία τα μπλε ματιά του οδηγού στραμμένα πάνω μου... Ταυτόχρονα ακούω γέλια. Γυρνάω και βλέπω όλα τα παιδιά να έχουν κάτσει στα κάγκελα και να γελάνε. Παίρνω βαθιά ανάσα και περνάω την πόρτα του σχολείου. Κάνα δυο κορίτσια μου γνεφουν για συμπαράσταση. Χτυπάει το κουδούνι. Ωχ υπέροχα...
Βλέπω κάτι κορίτσια που είχα γνωρίσει χθες στην τάξη. Ούτε τ όνομα τους δε θυμόμουν Με χαίρετανε. "Τι έπαθες?"
"Κάποιος μαλάκας οδηγός μου πέταξε νερά " είπα καθώς ανεβαινα τις σκάλες. Κούνησαν το κεφάλι τους. Μπαίνω στην αίθουσα και κάνω πως δεν ακούω κάποια γέλια ενώ μέσα μου βράζω. Κάθομαι στο πίσω θρανίο. Ξαφνικά νιώθω κάποιον να κάθεται δίπλα μου. Και ναι, κυρίες και κύριοι είναι ο τύπος από χθες. Δεν μπορούσε να πάει χειρότερα.
" Έλεος βρε Αμάντα! Όταν θέλουμε να κάνουμε μπάνιο βγάζουμε τα ρούχα μας! " μου το είπε με έναν υποτιμιτικό τόνο που μου την έδινε στα νεύρα.
" Έλα, έλα πλάκα κάνω. " είπε και μου χαμογελασε με το πιο αθώο βλέμμα."Αλλα φυσικά δεν έχεις αίσθηση της πλάκας"
" Στιούαρτ και..καινούρια. Είναι η πρώτη και τελευταία παρατήρηση. " όλη την ώρα που μιλούσε κοίταζε το βιβλίο των μαθηματικών και η φωνή του ήταν τόσο μονοτονα βαρετή.
" Παρεμπιπτόντως " είπε και με κοίταξε στα μάτια. Τα μάτια του ήταν μπλε, σαν τη φουρτουνισμενη θάλασσα. Κάπου τα χω δει αυτά τα μάτια, κάπου τα χω δει... Ιιιιιιιι! Ο οδηγός που μου πέταξε τα νερά...! Πρέπει και εκείνος να με αναγνώρισε γιατί γουρλωσε τα μάτια του.
" Παρεμπιπτόντως, κύριε, "τον διέκοψα." μη βιάζεστε και τόσο πολύ στο δρόμο. Ειδικά όταν έχει βρέξει " το είπα με ένα χαμόγελο μέχρι τ αυτιά.
" Και εσύ, μη βιαστείς να φύγεις σήμερα γιατί θα μείνεις για τιμωρία. Πρώτον που μιλάς έτσι και δεύτερον, ασκήσεις έχεις κάνει?Όχι? Καλώς, διπλή τιμωρία. Και ο φιλαράκος σου από δίπλα, θα μείνει κι αυτός γιατί όχι? Να σου κάνει παρέα."
"Α, μα κύριε θα έχω εσάς να μου κάνετε παρέα έτσι κι αλλιώς. Η καλύτερη παρέα " είπα με ένα χαμόγελο. Όχι που θα περνούσε το δικό του.
" Αυτό θα το δούμε, δεσποινίς Αμάντα. Παρεμπιπτόντως, να έχετε και ομπρέλα μαζί σας καθώς έρχεστε γιατί μπορεί να υπάρξουν κι άλλοι απροσεκτοι οδηγοί! "Πώς σας φάνηκε? Ψηφίστε και σχολιάστε αν σας αρέσει...!
VOCÊ ESTÁ LENDO
Μια Σταγόνα Έρωτας
RomanceΦοβάμαι να ανοίξω τα μάτια μου. Φοβαμαι ότι όλο αυτό που έχτισα θα έχει την ίδια μοίρα με ένα κάστρο από άμμο δίπλα από εκεί που σκάει το κύμα. Και μόλις η θάλασσα αγριεύει, δεν υπάρχει τίποτα πια που να θυμίζει την ύπαρξη αυτού του καστρου. Φυσι...