Βγαίνω από το δωμάτιό μου και χτυπάω την πόρτα της Κάσιας απαλά. Δεν ακούω απόκριση και μπαίνω μέσα πολύ σιγά καθώς νόμιζα ότι την πίρε ο ύπνος. Κοιτώ μέσα και την βλέπω να κάθετε στο κρεβάτι με καρφωμένο το βλέμμα της στον τοίχο. Τα μάγουλά της είναι βρεγμένα αλλά δάκρυα δεν κυλούν πια.
«Κάσι?» είπα απαλά και πετάχτηκε ολόκληρη. Σαν να κοιμόταν και να ξύπνησε απότομα.
«Τάτι?» μου λέει σχεδόν ψιθυριστά, σκουπίζοντας τα μάγουλά της και τα μάτια της με την άκρη του φουστανιού που κρατάει σφιχτά στα χέρια της.
Μόλις μπόρεσε να δει καλά μέσα από τα θολά μάτια της κατευθείαν εστίασε στο κομμάτι της πίτας. Χαμογέλασα και της το προσέφερα ευγενικά και εκείνη το άρπαξε και ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη της. Κόβει μια μεγάλη μπουκιά και την βάζει στο στόμα της. Κλίνει τα μάτια και με απόλαυση το τρώει σιγά-σιγά. Εγώ κάθομαι στα πόδια του κρεβατιού και την κοιτώ εξίσου όλο απόλαυση να τρώει την πίτα. Καταπίνει, αφήνει κάτω το κομμάτι και σοβαρεύει. Ωχ.. Πρέπει να είναι πολύ σοβαρό για να άφησε το αγαπημένο της γλυκό έτσι απλά στην άκρη.
«Τατιάνα?» Ωχ! Για να με λέει έτσι σίγουρα κάτι δεν πάει καλά. Ανησυχώ.
«Τι έγινε γλυκιά μου?» της λέω καθησυχαστικά.
«Δεν θέλω να σε χάσω» λέει και είναι έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Πάω να την παρηγορήσω αλλά συνεχίζει.
«Εκείνη την μέρα.» όχι πάλι αυτό. « την μέρα της στέψης σου. Ήταν όλα τόσο τέλεια και τόσο σωστά.» την διακόπτω.
«Ξέρω τι έγινε Κάσι. Μπροστά ήμουν. Μην το σκέφτεσαι σε παρακαλώ.»
«Όχι. Πρέπει να το πω. Μη με διακόπτεις.» στρέφω τα μάτια μου προς τα πάνω για να δείξω ότι με ενοχλεί η όλη συζήτηση, αλλά συνεχίζει. Σταυρώνει τα χέρια μπροστά της και συνεχίζει.
«Όλα ήταν τέλεια. Πέρασαν οι πέντε κεραυνοί και όλα έπρεπε να τελειώσουν. Τότε εμφανιστήκαν αυτοί οι βάρβαροι και ήθελαν να σε σκοτώσουν, ή να σε πάρουν μακριά. Ήσουν σε πολύ μεγάλη απόσταση από εμένα και είχα τρομάξει τόσο πολύ. Με πήραν μακριά σας αλλά πρόλαβα να δω την μαμά να μπαίνει μπροστά σου για να σε προστατέψει. Το μόνο που θυμάμαι μετά είναι εσένα να ουρλιάζεις το όνομα της. Ξύπνησα και σε έψαχνα απεγνωσμένα.» δάκρυα κυλούσαν ποτάμι στα μαγούλα της και εγώ θέλω απλός να φύγω από εδώ. Ανατριχιάζω σε κάθε μου ανάμνηση που με τρώει. Δεν θέλω να το θυμάμαι. Δεν θέλω να θυμάμαι τίποτα από όλα αυτά. Γιατί το κάνει τώρα αυτό? «Όταν επιτέλους ήρθες διπλά μου, μου είπες ότι η μαμά δεν είναι πια κοντά μας και με αγκάλιασες. Δεν θέλω να σε χάσω. Όχι όπως έχασα και εκείνη. Μη με αφήσεις και εσύ! Σε παρακαλώ!»

YOU ARE READING
Η Τελετή
FantasyΗ Τατιάνα είναι μια νεαρή κοπέλα περίπου 19 ετών. Αυτή και ο λαός της έχουν κάτι διαφορετικό από τους κοινούς ανθρώπους. Μπορούν να ελέγχουν τα 4 στοιχεία της φύσης. Ο πατέρας της, ο βασιλιάς πέθανε πριν από 18 χρόνια και τώρα έρχεται αντιμέτωπη με...