Κεφάλαιο 9ο

134 21 2
                                    


   Είναι περίπου μεσάνυχτα. Σηκώνομαι από το κρεβάτι μου και βγαίνω από την εξώπορτα. Κατεβαίνω ένα τα σκαλιά και ρωτάω συνέχεια τον εαυτό μου τι ακριβώς κάνω. Μπορεί να είναι επικίνδυνα εκεί έξω. Δεν με νοιάζει όμως. Κάτι με τραβάει. Περνάω από την ρεσεψιόν και ο άντρας εκεί δεν φαίνεται να με παρατηρεί. Βγαίνω έξω και αρχίζω να περπατάω στα σκοτεινά σοκάκια της περιοχής. Ακούω έναν ήχο σε μια μαύρη γωνία κοντά στα σκουπίδια.

"Ποιος είναι εκεί?" λέω απειλητικά. Καμία απάντηση.

"Είπα! Ποιος είναι εκεί?!" συνεχίζω και κάνω μια κίνηση για να ανάψω στο χέρι μου φωτιά να φωτίσω γύρο. Δεν μπορώ όμως. Τι μου συμβαίνει? Κάτι πετάγεται μέσα από τα σκουπίδια.

"ΑΑΑΑΑ!" βγαίνει μια κραυγή από μέσα μου σφραγίζοντας τα ματιά μου πίσω από τα χέρια μου που έβαλα μπροστά στο πρόσωπο μου νομίζοντας ότι κάποιος μου επιτίθεται. Όμως τίποτα. Ανοίγω τα ματιά και βλέπω μια γάτα να με κοιτάξει.

"Ουφ! Με κατατρόμαξες!" λέω και πάω να την χαϊδέψω. Αμέσως οι τρίχες της γάτας γίνονται κάγκελο και μου δείχνει απολιτικά τα δόντια και τα νύχια της.

"Τι στο....?" λέω τραβώντας το χέρι μου απότομα. Την κοιτάζω θυμωμένη μέσα στα ματιά και άμεσος αποχωρώ.

Οι δρόμοι είναι σκοτεινοί. Και κανένας δεν φαίνεται να άκουσε τις τσιρίδες μου πριν από λίγο. Και αν τις άκουσε, κανένας δεν νοιάστηκε. Συνεχίζω στο μονοπάτι που περπατούσα μην ξέροντας ακόμα που πηγαίνω. Πίσω από έναν φράχτη ένας σκύλος μου γαυγίζει μανιωδώς και το έξαλλο αφεντικό του, του φωνάζει για ησυχία. Τι πάθανε όλα τα ζώα σήμερα? Πανσέληνο έχει?

Πρέπει να έχει περάσει τουλάχιστον μια ώρα που περπατάω και αρχίζω και βλέπω δυο τεράστιες σιδερένιες πόρτες να υψώνονται μπροστά μου. Είμαι στην βασιλική αυλή. Γιατί ήρθα άδω? Μήπως το ένστικτο μου, μου λέει να γυρίσω πίσω? Μήπως έπαθε κάτι η Κάσι? Στο δεύτερο ερώτημα μου βάζω τα πόδια μου μπρος για το κτήριο όπου μένουμε χωρίς δεύτερη σκέψη. Πέρασα απαρατήρητη από τους δυο φρουρούς. Με αναγνώρισαν και έτσι άπλα με άφησαν να περάσω? Ή δεν με είδαν καν? Θα τους κανονίσω αργότερα αυτούς τους δύο.

Φτάνω μπροστά από την μεγάλη πόρτα της εισόδου του κτιρίου όπου αποκαλώ σπίτι. Μπουκάρω μέσα. Ησυχία. Κανείς δεν είναι εκεί. Μάλλον όλοι θα κοιμούνται. Μα τι σκεπτόμουν? Αν καταφέρω να βγω από εδώ μέσα χωρίς να με πάρουν είδηση θα είμαι πραγματικά τυχερή! Ανεβαίνω αθόρυβα τις σκάλες που οδηγούν στον πάνω όροφο όπου βρίσκονται τα δωμάτιά μας. Πλησιάζω στον διάδρομο για το δωμάτιο της Κάσιας και ακούω φωνές. Είναι οι φωνές την Κάσιας. Είναι έξαλλη! Γιατί? Πηγαίνω προσεκτικά πιο κοντά για να ακούσω καλύτερα.

Η ΤελετήWhere stories live. Discover now