2.

975 117 17
                                    

She was a romantic and sentimental creature with a tendency towards solitude.

《.》

Κοιτάζει τον γκρίζο ουρανό.
Θα βρέξει.
Δεν την νοιάζει.
Δεν την τρομάζει η καταιγίδα πια.
Θυμήθηκε όταν ήταν μικρή και έβρεχε με τόση δύναμη και λύσσα που νόμιζε πως θα διαλυόταν το σπίτι. Έτρεχε στο κρεβάτι των γονιών της και κρυβόταν ανάμεσα τους, ενω εκείνοι, νυσταγμένα, τυλιγαν τα χέρια τους γύρω της και την νανουριζαν.

Θυμήθηκε εκείνο το βράδυ.

Η καταιγίδα δεν έλεγε να σταματήσει. Ήταν κουκουλωμένη στο κρεβάτι της και έκλαιγε σιωπηλά όταν ένιωσε δυνατά χέρια να τη σφίγγουν.

"Σςς ηρέμησε. Εγώ είμαι εδώ" ψιθύρισε.

Εγώ είμαι εδώ.

Τα λόγια εκείνα είχαν γίνει τατουάζ στο μυαλό της. Το πιο όμορφο ψέμα που της είχαν πει ποτέ.

Εγώ είμαι εδώ.

Μα πλέον, δεν ήταν.

Είχαν περάσει έξι μήνες από τότε που την παράτησε. Τους μετρούσε μέρα προς μέρα. Κάθε πρωί ήλπιζε πως εκείνος θα γυρνούσε κοντά της.

"Σήμερα είναι η μέρα που θα γυρίσει" έλεγε.

Μα όσο πλησίαζε το βράδυ, η μικρή εκνευριστική φωνούλα μέσα στο κεφάλι της ψιθυριζε κακιασμένα.

"Δεν γύρισε. Και δεν θα το κάνει. Αφού το ξέρεις. Δεν βαρέθηκες να ρωτάς; Λες και δεν έχεις ζήσει το 《σήμερα》άλλες τριάντα φορές τον προηγούμενο μήνα."

Ήταν έξυπνη φωνή. Αλλά εσταζαν κακία τα λόγια της. Και πίκρα. Και έκρυβαν ατελείωτο πόνο.

Πονούσε όλη η ύπαρξη της. Ήταν σπασμένη. Διαλυμενη. Χωρίς καμιά πρόθεση να συναρμολογησει ξανά τον εαυτό της.

Της έλεγαν πως έπρεπε να τον ξεχάσει. Πως η αγάπη της την σκότωνε.

Μα εκείνη τους ήξερε τους έρωτες.

Αγαπάς πραγματικά τον ήλιο αν δεν τον αφήσεις να σε κάψει;

Ζήλευε τα άλλα ζευγάρια. Αυτά που κρατιούνταν χέρι χέρι στο δρόμο και αντάλλασαν ματιές ερωτευμένες και παθιασμένα φιλιά. Ήταν και εκείνη έτσι κάποτε.
Αλλά όχι πια.

Μισούσε την ευτυχία των άλλων. Παλιότερα δεν ήταν εγωίστρια, όμως ανακάλυψε πως μόνο αν γινόταν θα μπορούσε να ζήσει.
Ή μάλλον, να επιβιώσει.

Γιατί δεν ζούσε.

Απλά ανέπνεε.

Ανοίγει τα μάτια.
Σκουπιζει τα δάκρυα.
Σηκώνεται από το κρεβάτι.
Περπατά αργά ως το σαλόνι.
Βγαίνει στη βρώμικη βεράντα.
Κρατάει το πακέτο με τα τσιγάρα.
Βγάζει ένα και το ανάβει αργά.
Εισπνοη, εκπνοή και ξανά.
Βγάζει τον πυνκό καπνό.
Άλλη μια μικρή τζούρα.
Αδιάφορες κινήσεις.
Νεκρές αναπνοές.
Είναι συνήθεια.
Πάντα το ίδιο.

Βρέχει.
Δεν την νοιάζει ιδιαίτερα. Αφήνει τη βροχή να την ντύσει με δροσιά. Οι σταγόνες της πλένουν το πρόσωπο. Την εξαφανιζουν τα δάκρυα.

Δεν κλαίει στη βροχή. Η ψυχή της ηρεμεί λιγάκι καθώς οι συχνές σταγόνες της χαϊδεύουν το πρόσωπο. Η βροχή της ψιθυρίζει γλυκολογα που θα την βάλουν για ύπνο. Η βροχή την νανουριζει με τη μοναδική της νότα: σι, σι, σι.

Αλλά εκείνη ακούει μόνο: εσύ, εσύ, εσύ.

Είχε διαβάσει το ποίημα της Δημουλά: "Τα πάθη της βροχής". Ποτέ δεν το είχε νιώσει περισσότερο, μέχρι να ακούσει τη βροχή να ψιθυρίζει: εσύ.

Τον ξέχασε για λίγο. Η βροχή έφταιγε για αυτό. Πάντα την τρόμαζε. Μα τώρα μπορούσε να βρει καταφύγιο μόνο σε τρομαχτικά πράγματα.

Όσο φοβόταν, δεν θυμόταν.

Μα η μνήμη είχε άλλα σχέδια για εκείνη.

Θυμήθηκε την πρώτη φορά που τον είχε δει. Τότε, δεν είχε πιστέψει ότι θα γινόταν τόσο σημαντικός για εκείνη. Ήταν απλά άλλος ένας.
Από εκείνους που πήγαιναν και έρχονταν.
Μα αυτός έμεινε λίγο παραπάνω.
Αρκετά όσο χρειαζόταν για να της γίνει απαραίτητος.

Ηταν ο μεγάλος της έρωτας.
Ίσως και όχι, αλλά ήταν σίγουρα ο πιο βαρύς από όλους τους έρωτες της, η απουσία του έπεφτε πάνω της σαν βάρος ασήκωτο και την έπνιγε κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια της.

Είχε βαρεθεί τις άλλες αγάπες των ανθρώπων. Που κρατούσαν μια νύχτα. Μπορεί και δύο, αν ένιωθαν κατι. Αλλά ποτέ τρίτη. Οι αγάπες ήταν επιφανειακές. Οι αγάπες ήταν ψεύτικες. Απλά για να ειπωθούν κάποια ξεχαρβαλωμένα "σ'αγαπώ".

Οι άνθρωποι έλεγαν το "σ'αγαπώ" υπερβολικά εύκολα. Είχε γίνει αυτόματη συνήθεια, σαν τη "συγγνώμη". Το πρώτο πράγμα που τρέχει στη γλώσσα.

Εκείνος είχε το "σ'αγαπώ" κάτι σαν μόνιμη καραμέλα στο στόμα.
Πάντα αυτό θα έλεγε και θα τα διόρθωνε όλα.

Αχ, πόσο χρειαζόταν ένα "σ'αγαπώ" αυτή τη στιγμή...

Πάντα ήθελε να ακούσει ένα τελευταίο "σ'αγαπώ" αντί για "αντίο".

Ή έστω, ένα "να προσέχεις".

Λένε ότι κρύβει τα "σ'αγαπώ" ολόκληρου του κόσμου.

Ακόμα κλαίει για αυτό το σπαταλημένο "σ' αγαπώ".

Εσύ, η αυτοκαταστροφή μου  |Winner of Wattys 2016|Where stories live. Discover now