5.

451 81 8
                                    

Like any unloved thing, I don't know if I'm real when I'm not being touched.

《.》


Ήταν 29 Φεβρουαρίου.
Η μέρα-φάντασμα.
Μια φορά στα τέσσερα χρόνια υπήρχε.
Μετά χανόταν πάλι.
Σε ένα μπερδεμένο, νοητό ημερολόγιο.

Και εκείνος ήταν ο έρωτας-φάντασμα.
Ζούσε μόνο μέσα στο κεφάλι της.
Αλλά τον αγαπούσε όπως και να 'χει.
Στο κάτω κάτω, ήταν ο έρωτας της.

Από όταν έφυγε εκείνος, η αδερφή της είχε προσπαθήσει πολύ να την πείσει να προχωρήσει. Να γνωρίσει κάποιον και να ξαναφτιάξει τη ζωή της.

Μα θα ήταν άδικο. Θα ήταν άδικο να ψάχνει τον έρωτα σε άλλες αγκαλιές, να κυλιέται με άλλους σε σεντόνια ηδονής και με το που τελείωνε να έφευγε για να βρεθεί πάλι στο σπίτι της, να κλαίει πάνω απ' τα σεντόνια που έχαναν σιγά σιγά την μυρωδιά του.

Θυμόταν, τέσσερις μήνες μετά την φυγή του, είχε βγει στο πάρκο στις τρεις τα ξημερώματα να πάρει λίγο αέρα και να σκεφτεί καθαρά.

Καθώς καθόταν σε ένα παγκάκι, ένιωσε μια σκιά δίπλα της και γύρισε και τον κοίταξε.

Ήταν μελαχρινός, με σκούρα μαλλιά και μάτια.

Το εντελώς αντίθετο εκείνου.

"Δεν είναι λίγο αργά για σένα να βρίσκεσαι εδώ τέτοια ώρα; Δεν θα έπρεπε να κοιμάσαι, όμορφη;"

Δεν ήταν όμορφη. Ήταν σάπια και κουρασμένη και σίγουρα δεν ήταν όμορφη. Δεν είχε μορφή πια.

Του χάρισε ένα ψυχρό βλέμμα και μια απάντηση καταθλιπτική όπως εκείνη.

"Θα κοιμηθώ μόλις πεθάνω."

Και έφυγε.

Θυμήθηκε και μια άλλη φορά, μόλις δύο μήνες μετά τον χωρισμό τους, που ήθελε απεγνωσμένα να πιει μέχρι να μην θυμάται το όνομα της.

Μα το δικό του είχε χαρακτεί στο μυαλό της για τα καλά. Και θα ορκιζόταν ότι κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια της, άκουγε ξανά το όνομά του.

"Δεν νομίζεις πως είσαι υπερβολικά όμορφη για να είσαι μόνη; "

Μια φωνή. Μια ερώτηση κλισέ από αυτές που βλέπουμε στις ταινίες.

Ο νεαρός ήταν όμορφος, με σταρένια επιδερμίδα και ανοιχτόχρωμα μάτια.

Έμοιαζε με εκείνον.

Δεν του απάντησε. Τον αγνόησε. Είχε ήδη ξεχάσει τι την είχε ρωτήσει έτσι κι αλλιώς.

Ήταν άδικο για όλους αλλά περισσότερο για εκείνη. Η αγάπη ήταν μια διαδικασία που χρειαζόταν χρόνο. Την φύτευες, την πότιζες, την φρόντιζες και περίμενες υπομονετικά να ανθίσει. Δεν μπορούσε να ξεφύγει απ' την αγάπη που η ίδια είχε φυτέψει μέσα της. Θα έπαιρνε χρόνο και κάθε σπιθαμή δύναμης που μπορούσε να δώσει.

Δεν είχε άλλη δύναμη να διαθέσει στην αγάπη.

Θα προτιμούσε την μοναξιά. Τουλάχιστον η μοναξιά είναι δικιά σου. Εξ ορισμού δεν διαιρείται και δεν μοιράζεται, εξ ορισμού ριζώνει μέσα σου και δεν θέλει νερό και υπομονή, μόνο θλίψη και πόνο.

Είχε τόση θλίψη και πόνο που της αρκούσε για εφτά ζωές αλλά δεν είχε το κουράγιο για εφτά ζωές, και προτίμησε την μοναξιά, να την τυλίξει με τις ρίζες της σαν βόας μήπως και την πνίξει.

Η μοναξιά ήταν άσχημη γιατί δεν είχε σχήμα. Σε ακουμπούσε και έπαιρνε το σχήμα σου, προσαρμοζόταν στα μέτρα σου σαν χαμαιλέων ή σαν εραστής που τον κόβεις και τον ράβεις στα μέτρα σου.

Η μοναξιά είναι αρκετά μεγάλη για να μπορείς να χωθείς άνετα μέσα της και να μην θελήσεις ποτέ να βγεις.

Η μοναξιά είναι αρκετά ζεστή για να θυμίζει χέρια σφικτά αγκαλιασμένα γύρω από τον λαιμό σου κι ας είναι στην πραγματικότητα θηλιά.

Η μοναξιά είναι αρκετή για να σε κάνει να αισθανθείς λιγότερο μόνος.

Εσύ, η αυτοκαταστροφή μου  |Winner of Wattys 2016|Where stories live. Discover now