3.

551 96 17
                                    

Because you want to die for love, you always have.

《.》

Είχαν περάσει εφτά μήνες.
Και είχε βγει από το σπίτι λιγότερο από εφτά φορές.
Είχε δει λιγότερους από εφτά ανθρώπους.
Μεταξύ αυτών, κι εκείνος.

Θυμήθηκε εκείνη την μοιραία νύχτα.
Και τις μέρες που ακολούθησαν μετά.

Το επόμενο πρωί είχε πάει η αδερφή της. Τρόμαξε μόλις είδε το σπίτι. Το κομψό διαμέρισμα, που κάποτε ήταν απόλυτα συγυρισμένο και τακτοποιημένο στην εντέλεια, ήταν βρώμικο και ακατάστατο.
Πεταμένες γόπες από τσιγάρα στόλιζαν το άλλοτε γυαλισμένο πάτωμα.
Στάχτες πάνω στα ακριβά χαλιά.

Μα περισσότερο τρόμαξε, μόλις είδε εκείνη.
Χλωμή σαν φάντασμα, χωμενη σε μια γωνιά, να κλαίει αθόρυβα με ένα τσιγάρο στο στόμα και καπνό γύρω της σαν ομίχλη.

Γόπες στα χαλιά.
Στάχτη στην ψυχή.

"Σήκω" της ψιθύρισε. Γλυκά και ευγενικά.
Τον πληγωμένο δεν πρέπει να τον πληγώνουμε περισσότερο.

Εκείνη ούτε που σήκωσε το βλέμμα της απο το πάτωμα. Η μονη κινηση που δήλωνε μια ζωντάνια, ήταν η είσοδος και η έξοδος του τσιγάρου στο στόμα της.

Και μετά καπνός, στάχτη και λιωμένες γόπες.

"Σήκω είπα"

Λίγη περισσότερη ενέργεια και δύναμη στη φωνή.
Ως έπαθλο, λαμβάνει ενα βλέμμα.
Μα τα μάτια της έμοιαζαν άδεια.

Το βλέμμα των ανθρώπων που τα είχαν όλα και τα έχασαν μέσα από τα χέρια τους.

"Σήκω που να σε πάρει ο διάολος!"

Κερδίζει ένα επιπλέον κενό βλέμμα.

Και μια φράση που χαράκτηκε στο μυαλό της για πάντα.

"Ο διάολος έφυγε χτες βράδυ."

Η κατάσταση της δεν είχε αλλάξει εκείνους του εφτά μήνες.
Κάπνιζε, έπινε, έκλαιγε.
Ακόμα και εκείνη απορούσε με την ποσότητα δακρύων που μπορούσε να διαθέσει για το παρελθόν της.
Μα είχε ποντάρει όλα τα δάκρυα στο παρελθόν.
Το μέλλον ήταν καλυμμένο με στάχτες και αποτσίγαρα.

"Σήκω βγαίνουμε" η αδερφή της είχε μάθει πια να μην περιμένει πρωτοβουλίες.

"Δεν θέλω"

"Δεν θυμάμαι να σε ρώτησα. Σήκω, ντύσου, πλυσου, ετοιμάσου και φύγαμε. Δεν θα πάμε μακριά, εδώ στο παρκάκι"

Το παρκάκι...

"Όχι στο παρκάκι! Ποτέ στο παρκάκι! Οπουδήποτε αλλού εκτός απο εκεί!"

Η αδερφή της δεν απορούσε πια με τις ανησυχίες της.

Συνήθισε στην τρέλα της πληγωμένης.

"Πάμε στη θάλασσα τότε"

Θάλασσα.

Της φαινόταν αιώνες από τότε που το θαλασσινό νερό είχε αγγίξει το δέρμα της...

Όπως εκείνος.

Που ο ήλιος είχε φιλήσει την επιδερμίδα της...

Όπως εκείνος.

Που το θαλασσινό αεράκι είχε ψιθυρίσει γλυκά μυστικά στο αυτί της...

Όπως εκείνος.

Σταμάτα.

"Ναι, η θάλασσα είναι μια χαρά"

Ήταν χειμώνας και δεν θα κολυμπούσε. Αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να βάλει τα πόδια της στο νερό και να νιώσει το κρύο ρέμα.

Τόσο καιρό πατούσε μόνο στάχτες.

Ίσως και κανένα σπασμένο γυαλί καμιά φορά.

Αυτό δεν συμβαίνει στον έρωτα, εξάλλου;

Κοιταζόμαστε, φιλιόμαστε, ερωτευόμαστε.

Είμαστε ερωτευμένες καταστροφές εμείς οι άνθρωποι.

Βρίσκουμε τρόπους να καταστρεφουμε τον εαυτό μας.

Μα ο χειρότερος από όλους, είναι η αγάπη.

Και οι άνθρωποι έχουν πολλές μικρές αγάπες.

Δεν αρέσουν οι μεγάλοι έρωτες στους ανθρώπους. Τους μπερδεύουν. Τούς σπάνε με χίλιους τρόπους και τους αφήνουν αιμόφυρτους να μαζέψουν τα κομμάτια τους.

Βαθιά μέσα τους όμως, πιο βαθιά από όσο μπορούν τα μαχαίρια της προδοσίας να φτάσουν, οι άνθρωποι ονειρεύονται να βρουν την αδερφή-ψυχή τους, κι ας σπάσει η καρδιά τους στην προσπάθεια, κι ας χαθούν τα απομεινάρια τους στις στάχτες.

Υπάρχει κάτι ηρωικό στο να πεθαίνεις από τον έρωτα, από το χέρι της αδερφής-ψυχής σου.

Μα δεν υπάρχουν αδερφές-ψυχές.

Μόνο αυτοκαταστροφές.

Εσύ, η αυτοκαταστροφή μου  |Winner of Wattys 2016|Where stories live. Discover now