Βόλτα στην πανσέληνο

2K 295 3
                                    

Κάναμε βόλτα στην παραλία και παρατηρούσαμε το  φώς της σελίνης να αντανακλά στα κρυστάλλινα νερά της θάλασσας.Μια από τις ομορφότερες εικόνες που είχα αντικρίσει μέχρι εκείνη την στιγμή στην ζωή μου . Παρόλα αυτά η Τίφανη είχε ένα περίεργο μελαγχολικό βλέμμα που με προβλημάτιζε.Όλα γύρο μας ήταν τόσο γαλήνεια και όμορφα, τι θα μπορούσε να την κάνει να χάσει τόσο γρήγορα το κέφι της ;  

" Τι έχεις; " την ρώτησα με το που κάτσαμε στην αμμουδιά. Για λίγο έμεινε σιωπιλή χωρίς λαν να κοινήται και έπειτα στα ξαφνηκά πήρε μια πέτρα από δίπλα της και την πέταξε με δύναμη στο νερό . "Κάθε φορά που είναι να βγούμε βράδυ βρίσκει μια γελεία δικεολογία και εξαφανίζεται . Τον πέρνω τηλέφωνο και δνε το σηκώνει ποτέ , τι πρέπει να υποθέσω δηλαδή " είπε σχεδόν έτοιμη να κλάψει . " Να υποθέσεις πως ίσως η δουλειά που έχει να με δέχεται διακοπές και αντιπερισπασμούς διότι χρειάζεται συγκέντρωση . Επίσης να υποθέσεις πως σαγαπάει πολύ και αποκλείεται να σε απατάει " Είπα και περασα το χέρι μου πάνω από τους ώμους της . Εκείνη αμέσως μου χαμογέλασε και σκούπισε τα δάκρυα της . "Έχεις δίκιο , δεν είναι σωστό να γκρινιάζω , απλά μου αρέσει πολύ και δεν θέλω να τον χάσω " μου απάντησε . 

Έπειτα από μια μακροσκελή συζήτηση περί ανέμων και υδάτων αποφασίσαμε να εκαταλήψουμε το μέρος και να επιστρέψουμε σπίτια μας μιας και ήταν είδη πολύ αργά και ποτέ δεν ξέρεις τι συμβαίνει . Την ώρα που σηκονώμασταν ένα δυνατό ουρλιαχτό ακούστηκε από το βάθος του δάσσους και μας ανάγκασε ν αξαναπέσουμε πίσω στις θέσεις μας . Οι παράξενοι αυτοί ήχοι ανήκαν σίγουρα σε κάποιο ζώο. Το θέμα ήταν πόσο μεγάλο ήταν αυτό το ζώο. Το σώμα μου είχε παραλίσει από τον φόβο. Ο ήχος δυνάμωνε και η Τίφανη όπως και εγώ έτρεμε ολόκληρη.

Σηκωθήκαμε όσο πιο αθόρυβα μπορούσαμε και κάναμε πίσω βήματα για να απομακρυνθούμε χωρίς να μας καταλάβει.Το σώμα μου έτρεμε ολόκληρο και η ανάσα μου έβγαινε κοφτή , η καρδιά μου ήταν έτοιμη να σπάσει . Ξαφνικά άκουσα κάποιον να φωνάζει το όνομα μου. Γύρισα να δω ποιος είναι και είδα μια σκιά να μας πλησιάζει . Η φωνή ήταν γνωστή αλλά το σκοτάδι παρέμενε πολύ πικνό για να μου επιτρέψει να αναγνωρίσω το πρόσωπο του σωτήρα μου . Όταν πλησίασε αρκετά και παρατήρησα το πρόσωπο του κατάλαβα πως ήταν ο Έρικ . Ο φόβος ήταν χαραγμένος στο πρόσωπο του και ένοιωσα την ανάγκη να τον αγκαλιάσω με όλη μου την δύναμη .

Με το που με έφτασε τήλιξε τα χέρια του γύρο από την μέση μου και εγώ τα δικά μου στο λαιμό του , Τον έσφηξα όσο περισσότερο μπορούσα θέλωντας να νοιώσω ασφάλεια και ζεστασία . Βέβαια το σώμα του ήταν τόσο παγωμένο , όμοιο με μάρμαρο , σαν να βγήλε μόλις από το ψηγείο . Έφερε το ένα χέρι του στο κεφάλι μου και άρχισε να μου χαιδεύει τα μαλλιά κάνοντας με να ξεχάσω οποιαδήποτε άλλη σκέψη . 

" Δε έπρεπε να βγείς έτσι μόνη σου το βράδυ , δεν είσαι ασφαλής " ψηθύρισε δίπλα στο αυτί μου και αυτόματα τον έσμπροξα μακριά μου . " Δεν είσαι ο πατέρας μου να ελέγχεις τις πράξεις μου κια ούτε πρόκειτε να σε αφήσω να το κάνεις , κατάλαβες ; " ούρλιαξα χωρίς να το συνηδητοποιώ , Το είδα να γεμίζει θυμώ και θλύψη ενώ τα μάτια του κάτω από το αμηδρό φως της σελήνης φάνταζαν κόκκινα όπως το άιμα . 

Ένα ακόμα ουρλιαχτό έκανε την εμφάνιση του και τα πόδια μου παρέλησαν για δεύτερη φορά. Μέσα στον πανικό μου άκουσα τον Έρικ να μας φωνάζει να φύγουμε αλλά δεν μπορούσα να το κάνω . Χρειάστηκε να με τραβήξει η Τίφανη για να βρώ ξανά τον ηρμό τον σκέψεων μου και να αρχίζω να τρέχω προς το κάστρο και την ασφάλεια . Μόνο όταν βρεθήκαμε έξω από την ξύληνη πόρτα σταματήσαμε το τρέξιμο και βεβαίως πρότεινα στην Τίφανη να περάσει το βράδυ μαζί μου μιας και οι δυο φοβόμασταν να κοιμηθούμε μόνες μας . Δεν πέρασε πολύ ώρα και βρισκώμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου αναζητώντας μερικές στιγμές ηρεμίας και γαλήνης , Αμέσως μετά άφησα επιτέλους τον εαυτό μου ελέυθερο και αφέθηκα στον μορφέα . 

Καινούργια ΑδέλφιαWhere stories live. Discover now