Πρόλογος.

385 25 29
                                    


Ο γερο-Τομ βρισκόταν εδώ και αρκετή ώρα καθισμένος αναπαυτικά στην  πολυθρόνα του. Μια πολυκαιρισμένη πολυθρόνα από φθαρμένο, μαλακό κόκκινο ύφασμα. Είχε απλώσει τα κοντά του πόδια σε ένα σκαμνί και η πλάτη του, που πονούσε καμιά φορά από ένα παλιό τραύμα που του είχε αφήσει ο πόλεμος, ακουμπούσε πίσω σε μια χοντρή μαξιλάρα. Ο καπνός απ την πίπα του είχε αρωματίσει το μικρό αλλά όμορφο καθιστικό του σπιτιού του, που φωτίζονταν απ το αναμμένο τζάκι. Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας ελαφρά κι εκείνος, σαν να ξύπνησε από ένα ελαφρύ ύπνο, σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε γύρω. Ακούστηκαν ελαφρά βήματα. Μια γνώριμη μορφή μπήκε μέσα, κρατώντας αναμμένο κερί στο ένα χέρι και μια κούπα στο άλλο. Ήταν ο μικρότερος απ όλα τα εγγόνια του, ο Τομ. Στάθηκε για μια στιγμή αναποφάσιστος και ύστερα, με την φτέρνα του δεξιού του ποδιού, έσπρωξε την πόρτα κι εκείνη έκλεισε ξανά.

«Α!» Αναφώνησε ο γερο-Τομ με έναν εύθυμο τόνο στην φωνή του «Εσύ είσαι καλό μου παιδί;»

Η μικροκαμωμένη μορφή έφτασε μπροστά απ τον μισοκοιμισμένο γέρο. «Και ποιος ήθελες να είναι παππού; Εγώ είμαι.» είπε με την ψιλή του φωνή ο μικρούλης, ο οποίος είχε το ίδιο όνομα με τον παππού του. Είχε σγουρά καστανά μαλλιά και ένα βλέμμα που πετούσε σπίθες. Ακούμπησε το κερί και την κούπα στο κοντό τραπέζι, δίπλα από την πολυθρόνα που καθόταν ο παππούς του, και έβαλε τα χέρια του στην μέση ξεφυσώντας.

«Τι ώρα είναι;» είπε ο γερο-Τομ με την βραχνή φωνή του, κοιτώντας παραξενεμένος τον εγγονό του.

«Ο ήλιος έπεσε πριν λίγο, και αν θες να ξέρεις, είναι ώρα να μου πεις μια ιστορία όπως υποσχέθηκες.» και λέγοντας αυτά ο μικρός Τομ, έδωσε ένα σάλτο και κάθισε σε μια μικρότερη πολυθρόνα, που βρισκόταν αντικριστά σε εκείνη παραπέρα.

«Ώστε έτσι λοιπόν;» είπε και γέλασε απαλά.

«Έτσι παππού! Να σου έφερα και κρασί όπως σου υποσχέθηκα. Δεν ξέρεις με τι κόπο κατάφερα να το φέρω κρυφά. Αν με πιάσει η γιαγιά θα με κρεμάσει ανάποδα, έτσι μου είπε την προηγούμενη φορά, αφού μου έβγαλε το αυτί πρώτα!» είπε τρίβοντας το αυτί του.

Ο γερο-Τομ γέλασε ξανά, αυτή την φορά πιο δυνατά, κάνοντας τα λευκά του γένια να κουνηθούν με αστείο τρόπο. Έριξε μια ματιά στον εγγονό του και άλλαξε θέση στα απλωμένα του πόδια. Είχε τρομερή αδυναμία στον μικρό Τομ, όχι μόνο γιατί του είχαν δώσει το όνομα του, μα περισσότερο γιατί όταν τον κοιτούσε, θυμόταν τον εαυτό του, πολλά χρόνια πίσω. Αυτό βέβαια ήταν κάτι που επιβεβαίωνε συχνά η γιαγιά. Όσο ο μικρός Τομ σκαρφιζόταν μια καινούργια διαολιά, άλλο τόσο εκείνη έλεγε πως έχει πάρει τον χαρακτήρα του παππού του. Ο μικρός Τομ στριφογύριζε στο χέρι του μια κορδέλα από καθαρό λινό ύφασμα.

Νάμχαϊντ.Ο εχθρός της Σκιάς.Where stories live. Discover now