Κεφάλαιο 21. Μια καλύβα στο δάσος.

82 12 6
                                    


Οι δυο σύντροφοι είχαν αφήσει πίσω τους τον κάμπο.  Λίγο πριν ξημερώσει, έφτασαν στις παρυφές του Στοιχειωμένου Δάσους όπως το έλεγαν χρόνια τώρα, και χωρίς καμιά στάση, περπάτησαν βιαστικά για να χαθούν ύστερα μέσα σε αυτό. Το χώμα μέσα στο δάσος ήταν ανακατεμένο με πεσμένα φύλλα και σάπια κλαδιά, και σε πολλά πλέον σημεία, το μονοπάτι ήταν βαλτώδες απ την βροχή που έπεφτε ασταμάτητα. Εισχωρούσαν, βήμα με το βήμα, όλο και πιο βαθιά, και το τοπίο γύρω τους γινόταν όλο και πιο αφιλόξενο. Το μέρος ήταν γεμάτο νεκρά Γκουάμ, που έστεκαν μαύρα σαν στοιχειά. Ο Γουίλιαμ βάδιζε με σκυφτό το ζαλισμένο του κεφάλι με μια διάθεση που άλλαζε προς το χειρότερο. Οι μπότες του είχαν βαρύνει απ τη λάσπη και αισθανόταν κουρασμένος, δεν μιλούσε όμως ούτε έδειχνε την κακοκεφιά του. Ένιωθε τα μάτια του να καίνε και τις δυνάμεις του σταδιακά να τον εγκαταλείπουν.

Ο Όλραντ πήγαινε μπροστά του κι αυτός σκυφτός, ακουμπώντας στο ραβδί του. Αν ο Γουίλιαμ δεν γνώριζε ποιος ήταν κάτω απ την φαιοπράσινη κάπα, θα ορκιζόταν πως κάλυπτε το σώμα ενός ταλαίπωρου ζητιάνου, έτσι όπως τον κοιτούσε να περπατά με κόπο μέσα στις λάσπες. Σταμάτησαν κάτω απ ένα πυκνό από γυμνά κλαδιά δέντρο με την ελπίδα πως θα τους προστατευτούν απ την βροχή, και κάθισαν στις ρίζες του, που κι αυτές ήταν νωπές, μαυρισμένες, και γεμάτες μούχλα, ευτυχώς χωρίς ίχνος από Γκουάθαμ. Το μόνο σημάδι ζωής βρίσκονταν στη λάσπη, αφού μόνο σκουλήκια έρπονταν μέσα της.

«Θα καθίσουμε για λίγο εδώ» είπε ο Όλραντ.

Ο Γουίλιαμ συμφώνησε βουβά. Κλότσησε μια ρίζα για να διώξει τα λασπόνερα απ τα πόδια του ενώ ταυτόχρονα έλιωσε ένα σκουλήκι.

«Θαυμάζω την αντοχή σου Γουίλιαμ, όπως επίσης και την θέληση που κρύβεις μέσα σου. Βλέπω όμως πως το ανθρώπινο σώμα σου έχει ταλαιπωρηθεί αρκετά. Θα ανάψουμε μια μικρή φωτιά, όσο χρειάζεται για να ζεστάνουμε νερό. Ένα ρόφημα από Σπαθόχορτο θα σου έδινε δυνάμεις, δυστυχώς το κατανάλωσα όλο για την πληγή του Ξωτικού. Θα φάμε και θα συνεχίσουμε».

Η μικρή φωτιά άναψε αμέσως. Στην θέα της, ο Γουίλιαμ αναθάρρεψε, κι ας ήταν μόνο μια μικρή φωτίτσα που δεν έφτανε να στεγνώσει ούτε τα πόδια του. Ήπιαν λίγο κρασί και ύστερα έφαγαν αμίλητα ένα φτωχό μεσημεριανό. Η βροχή έπεφτε αραιή, αλλά τα δέντρα έκοβαν την πορεία της και οι δυο σύντροφοι είχαν την ευκαιρία να καθίσουν εκεί για λίγο χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα. Αφού περίμεναν μάταια να καλυτερέψουν τα πράγματα, συνέχισαν μες την βροχή την πορεία τους μέχρι που άρχισε να νυχτώνει. Η βροχή δεν έπεφτε τώρα τόσο δυνατά, αλλά οι σιγανές ψιχάλες ήταν το ίδιο ενοχλητικές σε συνδυασμό με τον κρύο αέρα, που είχε αρχίσει να τους τρυπά μέχρι το κόκαλο. Το μόνο που ευχόταν το αγόρι ήταν να μπορέσει να κοιμηθεί σε στεγνό μέρος. Δεν κατάφεραν όμως όχι μονό να στεγνώσουν, αλλά ούτε να κοιμηθούν. Μια σπηλιά από θάμνους και ένα άβολο στρώμα από αφάνες και ξερόχορτα ήταν ότι καλύτερο μπορούσαν να βρουν για να περάσουν αυτή τη δύσκολη νύχτα, που τουλάχιστον τους προστάτευε απ τον αέρα. Ευτυχώς λίγες ώρες πριν ξημερώσει, η βασανιστική βροχή και ο άνεμος σταμάτησαν και ησυχία απλώθηκε παντού. Το κεφάλι του Γουίλιαμ πονούσε και τα μάτια του έκαιγαν. Η επόμενη μέρα δεν ήταν πολύ διαφορετική απ την προηγούμενη και το τοπίο παρέμενε ίδιο, όπως επίσης και η επόμενη. Παντού λάσπη, σάπια φύλλα και σιχαμερά Γκουάθαμ, ενώ τα δέντρα από πάνω τους σαν γιγάντια δάχτυλα, ήταν έτοιμα να τους αρπάξουν, γυμνά και μαυρισμένα απ την υγρασία και την σήψη. Η μυρωδιά ήταν αποπνικτική και οι χιλιάδες μικρές σκνίπες που ζούσαν εκεί μέσα, ταλαιπωρούσαν τους δυο συντρόφους με τις τσιμπιές και το βουητό του. Ο Όλραντ σε όλη τη διαδρομή πήγαινε λίγα μέτρα πιο μπροστά, αμίλητος. Που και που, σταματούσε και έσκυβε αν έβλεπε κάτι που του κινούσε το ενδιαφέρον, και άλλοτε ψηλάφιζε τους κορμούς των δέντρων.

Νάμχαϊντ.Ο εχθρός της Σκιάς.Où les histoires vivent. Découvrez maintenant