Κεφάλαιο 8. Ίνκις.

101 15 4
                                    

«Κακοποιά πλάσματα έλεγαν πως περπατούν γύρω απ τα σύνορα μας. Νυχτόβια ζώα, δαίμονες και ένα σωρό από δαύτους που υπακούν στο θέλημα της Μάγισσας. Δεν το πίστευα, μα τώρα το πιστεύω. Ποτέ όμως δεν είχαν φτάσει τόσο κοντά.» είπε ο Τομ χαμηλόφωνα καθώς περπατούσε, κοιτώντας ανήσυχος ένα γύρω. «Πλησιάζουμε σε λίγη ώρα στο Γκλίτζμπουργκ. Ο γέρος θα σου δώσει τις απαντήσεις που χρειάζεσαι αν και πιστεύω πως οι ερωτήσεις του... περισσότερες θα είναι. Ελπίζω μόνο να μην πάρει στραβά την απόφαση μου να σε φέρω εδώ.»

«Τι εννοείς;» είπε ο Γουίλιαμ.

«Θα έπρεπε να σε ακινητοποιήσω και ύστερα να ειδοποιήσω του φρουρούς και τον μαστρο-Πόκιν. Αυτές είναι οι εντολές. Θα μπορούσες να είσαι κατάσκοπος! Δεν βαριέσαι όμως.» Είπε και γέλασε με αστείο τρόπο. «Σε μυρίστηκα απ την αρχή ότι δεν είσαι από δαύτους! Η Μάγισσα έχει πιο άσχημα πλάσματα στις υπηρεσίες της. Α! να! Εδώ είμαστε. Σχεδόν φτάσαμε.»

Είχαν σταματήσει στις παρυφές ενός δάσους. Στο φως του φεγγαριού, φαινόταν σαν ένας τεράστιος τοίχος από σκιά, με τις κορυφές των δέντρων να ορθώνονται σαν πολεμίστρες. Το χωμάτινο μονοπάτι συνέχιζε μέσα στα δέντρα και χανόταν στο σκοτάδι. Προχώρησαν για κάμποση ώρα ακόμα μέσα στο δάσος σιωπηλά και ύστερα από ένα τέταρτο της ώρας περίπου, ο Νάνος, έκανε νόημα στον Γουίλιαμ να σταματήσει. Τότε ο Τομ κοίταξε γύρω του, έβαλε τις δυο του παλάμες μπροστά στο στόμα αφού έπλεξε τα δάχτυλα του μεταξύ τους, φύσηξε μέσα σε αυτά. Ένας ήχος βγήκε, απαλός, σαν την λαλιά της κουκουβάγιας. Τότε ξαφνικά, μετά από μια στιγμή, άλλος ένας όμοιος ακούστηκε από μακριά, λίγο πιο ζωηρός όμως.

«Έλα ακολούθησέ με, φτάσαμε και μπορούμε να περάσουμε.»

«Είσαι σίγουρος πως δεν θα προκαλέσω μπελάδες με τον ερχομό μου;» ρώτησε ο Γουίλιαμ.

«Για τίποτα δεν μπορώ να είμαι σίγουρος. Έχεις όμως βάψει τα χέρια σου με αίμα λύκου. Αυτό κανένας δεν θα το αφήσει να πέσει χάμω. Έλα. Πάμε εκεί που δεν υπάρχει κίνδυνος, βαθιά μέσα στο δάσος. Από εδώ.» είπε τέλος και τάχυνε το βήμα του χωρίς άλλη κουβέντα.

Περπάτησαν λίγο ακόμα ανάμεσα στα δέντρα που όσο πήγαιναν και έδειχναν μεγαλύτερα και αρχαιότερα, μέχρι που ο Τομ σταμάτησε και έκανε νόημα με το χέρι του στον Γουίλιαμ να μείνει σιωπηλός. Σφύριξε σαν την κουκουβάγια άλλη μια φορά και στάθηκε ακίνητος. Ύστερα από λίγες στιγμές, ο Τομ και ο Γουίλιαμ βρεθήκαν περικυκλωμένοι από ένα τσούρμο Νάνους που κρατούσαν όπλα στα χέρια, μικρά για το μέγεθος ανθρώπου, αλλά κοφτερά. Κάποιοι από αυτούς κρατούσαν φανάρια, που σκόρπιζαν το λιγοστό χρυσαφένιο τους φως στο μέρος που στέκονταν.

Νάμχαϊντ.Ο εχθρός της Σκιάς.Donde viven las historias. Descúbrelo ahora