Κεφάλαιο 27. Η καταιγίδα ξεκίνησε.

49 11 8
                                    


Οι Αμαζόνες ήταν λιγομίλητες και περήφανες. Τώρα, που ο Γουίλιαμ τις κοιτούσε κάτω  απ φως του πρωινού ηλίου, χωρίς τις πολεμικές τους εξαρτήσεις φαίνονταν όλες τους όμορφες, ίδιες μεταξύ τους αλλά και διαφορετικές. Άρπαζαν εύκολα φωτιά και τραβούσαν χωρίς δεύτερη σκέψη το σπαθί τους αν υπήρχε λόγος. Είχαν όμως καλή καρδιά και ήταν δίκαιες στην κρίση τους. Η νύχτα πέρασε για τους πέντε συντρόφους χωρίς όνειρα. Κατάφεραν να ξεκουραστούν σε ένα πρόχειρο κατάλυμα, αφού πρώτα οι Αμαζόνες τους πρόσφεραν φαγητό και ένα πιοτό που έμοιαζε με γάλα στην όψη αλλά διαφορετικό στην γεύση.

Οι Νάνοι που έμειναν μακριά απ την μάχη, κυρίως γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι, αντάμωσαν εκείνο το πρωί με τον Γουίλιαμ και τους συντρόφους του στο σημείο που είχαν στρατοπεδεύσει. Ανάμεσα τους ήταν και ο Ίνκις. Συζήτησε με τον Γουίλιαμ και του είπε τις σκέψεις του, όπως επίσης και τα γεγονότα που συνέβησαν από την μέρα που φυγάδευσε τους Νάνους νότια. Του είπε πως, αμέσως, αφού αντιλήφτηκαν το κακό να έρχεται, έφυγαν για το αρχαίο δάσος Ανζάκ. Εκεί που κανένας από τους υπηρέτες της Μάγισσας, ούτε ο ίδιος ο Λάος, είχαν ποτέ πατήσει το πόδι τους. Οι υποψίες του Ίνκις, πως οι Αμαζόνες όλα αυτά τα χρόνια ζούσαν εκεί, βγήκαν αληθινές. Ήταν σοφός Νάνος και γνώριζε καλά, πως οι ιστορίες που ακούγονταν όλα αυτά τα χρόνια για τα στοιχειά που ζουν στο Ανζάκ, ήταν φήμες που οι ίδιες είχαν διαδώσει για να έχουν την ησυχία τους, μακριά από όλους τους λαούς και τα δεινά τους.

Αγαπούσαν περισσότερο απ όλους τα άλογα τους. Μεγαλόσωμα, με τρίχωμα που γυάλιζε στο φως του ήλιου σαν το ασήμι, ενώ τις νύχτες, κάποιοι έλεγαν, πως δύσκολα μπορούσες να τα δεις γιατί γίνονταν πιο μαύρα και απ το σκοτάδι το ίδιο. Γοργοπόδαρα και άγρια πλάσματα, όμορφα όμως πολύ. Έκρυβαν στα μάτια τους την λάμψη και το μεγαλείο των προγόνων τους και σαν έτρεχαν μανιασμένα, η γη σειόταν και κανείς με καθαρό μυαλό δεν στεκόταν στο δρόμο τους. Οι Αμαζόνες αποκαλούσαν τα άλογα τους Ράουμας, γιατί σαν κάλπαζαν όλα μαζί, ο θόρυβος που ηχούσε, ήταν σαν να ξεσπά καταιγίδα που έρχεται απ την θάλασσα. Οι υπηρέτες της Μάγισσας θυμούνταν, κι ας είχαν περάσει πολλά χρόνια, την μανία τους σαν πολεμούσαν. Τα μισούσαν και τα φοβόντουσαν πολύ, όχι άδικα

Οι Αμαζόνες, που ζούσαν στο Ανζάκ όλα αυτά τα χρόνια, αντιλήφτηκαν πως κάποιο κακό ερχόταν. Τα άλογα τους που καταλάβαιναν πολλά, ήταν ανήσυχα μέρες τώρα, έτσι τουλάχιστον έδειχναν με την συμπεριφορά τους, γι αυτό και βρίσκονταν σε επιφυλακή. Όμως οι αγγελιοφόροι τους, πουλιά του νότου, που είχαν μάθει την γλώσσα τους στις Αμαζόνες, μετέφεραν μαντάτα, πως πυκνός καπνός έχει σηκωθεί βόρεια και συγκεκριμένα απ το Γκλίτζμπουργκ.

Νάμχαϊντ.Ο εχθρός της Σκιάς.Donde viven las historias. Descúbrelo ahora