Κεφάλαιο 20. Λάος.

67 12 9
                                    


Η νύχτα είχε προχωρήσει για τα καλά. Οι δυο σύντροφοι πέρασαν το γεφύρι το οποίο έστεκε ακόμα γερό, φτιαγμένο από λεία πέτρα, σαν μάρμαρο, και έφτασαν στον ποταμό Πούκ.  Εκεί βρήκαν το πέτρινο μονοπάτι ύστερα από κάμποση ώρα. Οι κισσοί το είχαν ντύσει με το φιδωτό κορμό τους και τα πράσινα φύλλα τους, κρύβοντας το καλά, ο Όλραντ όμως το είδε και το φανέρωσε στον Γουίλιαμ. Όλα ήταν ήσυχα εκεί, μόνο το κελαριστό νερό ακουγόταν και τα νυχτοπούλια που είχαν πιάσει κουβέντα μεταξύ τους.

«Έλα» είπε ο Όλραντ. «Αυτά τα νερά έρχονται απ την Νάρνεν. Θα χαρώ πολύ να πιω και να δροσίσω το κεφάλι μου. Αυτά τα νερά πριν φτάσουν εδώ, ακούμπησαν τις όχθες του νησιού, και κάποιο πρωινό ο ήλιος έριξε το καθαρό του φως επάνω τους. Θα μου φτιάξει το κέφι στην σκέψη αυτή».

Πλύθηκαν στα δροσερά νερά και αφού έφαγαν κάτι, συνέχισαν τον δρόμο τους εκμεταλλευόμενοι την σκοτεινιά που τους έκρυβε. Έβαλαν κάμποσα γιάουρ πίσω τους μέχρι να βρουν ένα ασφαλές και στεγνό μέρος για να κοιμηθούν. Όση νύχτα είχε απομείνει, πέρασε για τους δυο συντρόφους πολύ γρήγορα και χωρίς όνειρα. Δεν βιάστηκαν να ξεκινήσουν, γιατί το νότιο μέρος του δάσους Γκλίτζμπουργκ τελείωνε και ύστερα θα χρειαζόταν να περάσουν απ το άνοιγμα του Λαν. Περπάτησαν αργά κάτω απ το δάσος μέχρι που έφτασαν στα τελευταία κοκκινόδεντρα. Σε εκείνο το μέρος δεν υπήρχε ούτε ένα ίχνος του κακού. Ο κάμπος απλώνονταν μπροστά τους. Το Γκλάμιρ φάνηκε στον ορίζοντα, έτσι όπως στεκόταν μονάχο του, σαν δόντι στεφανωμένο από σύννεφα. Ήταν μεσημέρι και κάθισαν να φάνε χωρίς βιασύνη. Θα περίμεναν εκεί κρυμμένοι και θα έφευγαν με το ηλιοβασίλεμα, ώστε να μπορέσουν να περάσουν τον κάμπο χωρίς φόβο μήπως κάποιο μάτι τους δει. Ο Γουίλιαμ κοίταξε κατά τον βορρά, εκεί που βρισκόταν το χωριό των Νάνων. Πολύ θα ήθελε να περνούσε ο δρόμος από εκεί. Ο Όλραντ κατάλαβε την σκέψη του.

«Αν όλα πάνε καλά, θα προσπαθήσουμε να περάσουμε στον δρόμο του γυρισμού.» είπε.

«Εύχομαι να πάνε όλα καλά τότε. Πολύ θα θελα να δω τον γερο-Ίνκις όπως επίσης και τους υπόλοιπους Νάνους. Μου έλειψε το γέλιο του Τομ, ο ύπνος πάνω στα δέντρα και το φαγητό της κυρά Νάνισσας.» είπε ο Γουίλιαμ και ο Όλραντ γέλασε για πρώτη φορά ύστερα από πολλές μέρες.

Ο καιρός όμως άρχισε να δείχνει τις άγριες διαθέσεις του. Τα σύννεφα που είχαν κατέβει χαμηλά, βαριά και μολυβένια, έφερναν βροχή. Ο ήλιος κρύφτηκε βιαστικά από αυτά πριν προλάβει να δύσει, και με προσοχή, οι δυο σύντροφοι ξεκίνησαν να διασχίζουν το άνοιγμα του Λαν. Οι πρώτες σταγόνες δεν άργησαν να πέσουν. Περπατούσαν αργά αλλά σταθερά προς την ανατολή. Σκυφτοί μέσα στις κάπες τους, κόντρα στον αέρα που τους μαστίγωνε μαζί με μεγάλες σταγόνες βροχής. Όλη νύχτα έβρεχε με το κανάτι, αλλά οι δυο τους περπατούσαν και διέσχιζαν τον κάμπο αψηφώντας την δύναμη της φύσης, ευχαριστώντας την βροχή που έκρυβε τα ίχνη τους.

Νάμχαϊντ.Ο εχθρός της Σκιάς.Où les histoires vivent. Découvrez maintenant