Κεφάλαιο 12. Βάλιμα.

63 12 5
                                    


Ο Όλβαρ έπιασε με το χέρι  του το ρόπτρο που κρεμόταν στο κέντρο της πόρτας και χτύπησε τρεις φορές. Ήταν καμωμένο από μπρούτζο, και είχε σχήμα αμπελόφυλλου, όπως εκείνο στην πόρτα της καλύβας του Κορνήλιου, σκέφτηκε ο Γουίλιαμ. Ύστερα από μια στιγμή, η βαριά πόρτα άνοιξε και από πίσω της στεκόταν μια όμορφη Νεράιδα. Κρατούσε ένα φανάρι στο χέρι. Υποκλίθηκε ευγενικά και χαιρέτισε. Το ίδιο έκανε κι ο Όλβαρ.

«Σε καλησπερίζω Ίλμεν» είπε στην κοπέλα. «Ήρθαμε αργά και χωρίς προειδοποίηση, μα θα ήμουν ευγνώμων αν μιλούσες στην κυρά του σπιτιού. Οι σύντροφοι μου χρειάζονται μέρος να φάνε και να κοιμηθούν, γιατί έρχονται από μακριά. Τα πόδια τους είναι κουρασμένα, και τα στομάχια τους χρειάζονται κάτι περισσότερο από Μαγικό Νερό»

«Το σπίτι αυτό είναι πάντα ανοιχτό για όλα τα κουρασμένα πλάσματα.» είπε εκείνη και παραμέρισε. «Θα ειδοποιήσω την αρχόντισσα Βάλιμα αμέσως. Αφού όμως πρώτα ταχτοποιήσω εσάς.» και σαν τελείωσε τον λόγο της, τους οδήγησε στην τραπεζαρία. Στην μέση της αίθουσας υπήρχε μια εστία γεμάτη κάρβουνα κατακόκκινα σαν ρουμπίνια. Άναψε μερικά κεριά και το μέρος φώτισε. Ύστερα έριξε μερικά ξύλα στην θράκα και εκείνη σπίθισε. Τους πρόσφερε θέσεις και μίλησε ξανά.

«Να. Πιείτε από αυτό το κρασί, θα σας ξεδιψάσει και θα σας κρατήσει συντροφιά μέχρι να ετοιμαστεί ένα καλό δείπνο.» είπε και ακούμπησε μια κανάτα στο τραπέζι. «Είναι αργά, άλλα το φαγητό πότε δεν λείπει από αυτό το σπίτι. Πάω τώρα να μιλήσω στην κυρά του σπιτιού, και να φροντίσω το φαγητό σας.» είπε χαμογελώντας και έφυγε περπατώντας ελαφρά. Ανέβηκε την ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στα επάνω διαμερίσματα και χάθηκε στο ημίφως.

Ο Τομ, που εδώ και αρκετή ώρα ήταν κακόκεφος απ την πείνα και την κούραση, αναθάρρεψε σαν άκουσε για φαγητό. Ύστερα από λίγες στιγμές, βήματα ακούστηκαν. Και να η όμορφη κυρά του σπιτιού, με χλωμό όμορφο πρόσωπο και μαλλιά ασημένια. Έλαμπαν λες και είχαν δικό τους φως, και έπεφταν μέχρι την μέση της, πάνω στο λευκό της φόρεμα. Τα μάτια της είχαν το γαλάζιο του ουρανού, γυαλιστερά, περισσότερο ακόμα και απ την λάμπα που κρατούσε στα λεύκα της χέρια.

«Καλώς όρισες άρχοντα Όλβαρ, κι εσύ και οι άγνωστοι ταξιδιώτες.» Είπε η Νεράιδα που τώρα βρισκόταν λίγα βήματα μακριά τους. Κρέμασε το φανάρι που κρατούσε ψηλά, και ο τόπος φώτισε περισσότερο. Ύστερα χαμογέλασε. Τα μάτια της έλαμπαν σαν διαμάντια, και σαν στράφηκαν στον Γουίλιαμ και τους δυο Νάνους, χαμογέλασαν κι εκείνα. Το αγόρι δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από πάνω της.

Νάμχαϊντ.Ο εχθρός της Σκιάς.Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin