Κεφάλαιο 17. Το δάσος μέσα στο δάσος.

84 13 12
                                    


Το ταξίδι είχε ξεκινήσει. Οι δυο σύντροφοι είχαν καλύψει σε δυο μέρες κάτι λιγότερο από πενήντα γιάρεν προς τον νότο, χωρίς να βιάζονται. Δεν πήραν το δρόμο που οδηγούσε ανατολικά στο Γκρίμλιν, μα ένα μονοπάτι, που οι Τένγκαρ είχαν ανοίξει με τα πόδια τους όλα εκείνα τα χρόνια, και οδηγούσε στο Πετρογέφυρο ή και Γιγαντογέφυρο όπως το έλεγαν κάποιοι. Ένα μεγάλο τοξωτό γεφύρι, καμωμένο από γκρίζα και κόκκινη πέτρα που κάποτε οι Γίγαντες, είχαν με μεγάλη μαστοριά κτίσει. Κάτω από αυτό, ο Πούκ, άφριζε με μανία για να συνεχίσει το ταξίδι του προς την μεγάλη θάλασσα, αμέτρητα γιάρεν προς τον νότο. Ύστερα, ο δρόμος ανοιγόταν μπροστά τους στον κάμπο για δώδεκα περίπου γιάουρ, για να χαθεί αργότερα μέσα στα δέντρα του δάσους Άριας.

Οι ώρες περνούσαν ήσυχα και χωρίς μπελάδες, o Όλραντ όμως είχε τα μάτια του δεκατέσσερα. Τα δέντρα έκρυβαν τους δυο ταξιδιώτες, ίσως υπήρχαν όμως κατάσκοποι της Μάγισσας που μπορούσαν εύκολα να εντοπίσουν τα ίχνη τους. Περπατούσε πάντα λίγα βήματα μπροστά απ το αγόρι στηριζόμενος στο ραβδί του, τυλιγμένος με την ταξιδιωτική του κάπα.

Φρόντιζε να διαλέγει μονοπάτια που υπήρχαν εκεί από παλιά. Η πορεία τους όμως ήταν αργή εξαιτίας της βλάστησης που είχε θεριεύσει, αφού είχαν χρόνια να χρησιμοποιηθούν. Επίσης, κάθε τόσο έλεγχε αν υπάρχουν παγίδες ή ακόμα και ίχνη από Γκούρκαν, γιατί ούτε εκείνος δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για την δράση τους.

Το τοπίο δεν άλλαζε, σιγαλιά απλωνόταν παντού και μόνο τα πουλιά κελαηδούσαν. Που και που πεταγόταν μικρά ζώα και έτρεχαν μακριά τρομαγμένα, ενώ ψηλά στον ουρανό μια δυο φορές ακούστηκαν κουρούνες να κρώζουν.

Τα Λυκόδοντα, όπως αποκαλούσαν μερικοί τα Βουνά του Βορρά, αν και δεν φαίνονταν μέσα  απ τα ψηλά και πυκνά δέντρα του δάσους, σταδιακά χάνονταν πίσω τους, καθώς απομακρύνονταν όλο και περισσότερο, μέρα με την μέρα. Τις νύχτες εξακολουθούσαν να κοιμόνται κάτω από πρόχειρα καταφύγια φτιαγμένα από κλαδιά και κορμούς δέντρων, ενώ στρώμα τους ήταν το μαλακό και πολλές φορές γεμάτο δροσιά χορτάρι.

Ο Όλραντ σταμάτησε λίγο και στάθηκε κοιτώντας τον ουρανό που είχε αρχίσει να πιτσιλίζεται από μικρά αστέρια. Είχε αρχίσει να νυχτώνει και για ακόμα μια φορά και έπρεπε να βρουν καταφύγιο.

«Οι ώρες που φωτίζονται απ τον ήλιο λιγοστεύουν καθώς χειμωνιάζει.» είπε ο Όλραντ «Πρέπει να κάνουμε λιγότερες στάσεις κατά την διάρκεια της μέρας. Πρέπει να βρούμε ένα μέρος γι απόψε.» είπε τέλος σαν να μιλούσε στον εαυτό του κοιτώντας ανατολικά.

Νάμχαϊντ.Ο εχθρός της Σκιάς.Donde viven las historias. Descúbrelo ahora