Κεφάλαιο 16. Ένα χρόνο μετά.

69 11 4
                                    


Ο Γουίλιαμ ήταν δυνατός και ικανός να χειριστεί κάθε είδους όπλο. Μάθαινε πως να μάχεται με το σπαθί και το τόξο όπως επίσης και τις τακτικές πολέμου των Τένγκαρ.  Τα πήγαινε πολύ καλά και κατανοούσε γρήγορα τα πάντα. Χειριζόταν με απίστευτη δεξιοτεχνία ότι έπιανε στα χέρια του και μέρα με τη μέρα δυνάμωνε όλο και περισσότερο. Δύσκολα κάποιος τον νικούσε στην πάλη με τα χέρια, γιατί ήξερε να στέκεται καλά στο έδαφος και να χρησιμοποιεί σωστά τις δυνάμεις του. Όλοι είχαν να λένε πως ήταν καλός μαθητής και πως θα γινόταν μεγάλος πολεμιστής. Ήταν φειδωλός στα λόγια, μετριόφρων και πολύ πεισματάρης. Όσο όμως κι αν προσπαθούσε, ήταν αδύνατο να χειριστεί ραβδί, μιας και δεν είχε τις δυνάμεις που κατείχαν τα Νεραϊδικά.

Ο Ίνκις είχε αναλάβει κι αυτός να τον μάθει να ελέγχει τις δυνάμεις του και να δουλεύει το μυαλό του όπως και το μαγικό ραβδί, το οποίο ήταν φτιαγμένο από ξύλο που μπορούσε κάποιος να βρει μόνο στο δάσος γύρω απ την Νάρνεν. Αρκετός καιρός είχε περάσει, και το αγόρι δεν είχε δείξει καμιά βελτίωση πέρα από το πώς να σταθεί σε μια μάχη με κοινά όπλα, τόσο στην επίθεση όσο και στην άμυνα. Ταυτόχρονα, πρόσφερε την βοήθεια του στις δουλειές του νησιού και του δάσους και είχε αποκτήσει πολλούς φίλους, από διάφορες φυλές.

Είχε μεγαλώσει στα μάτια όλων και ήταν πολύ σεβαστός. Όλοι έβλεπαν πια τον Γουίλιαμ σαν άντρα και όχι σαν το αγόρι που γνώρισαν πριν ένα χρόνο, γιατί τόσος καιρός είχε περάσει απ την μέρα που πάτησε το πόδι του εκεί. Η Βάλιμα τον αγαπούσε, όπως επίσης και αυτός. Αφού τελείωνε με τις υποχρεώσεις του, πέρα απ αυτήν της εκπαίδευσης του, ο Γουίλιαμ περνούσε αρκετές ώρες μαζί της. Καθόταν και την άκουγε να του τραγουδά στις ακτές της λίμνης τα απογεύματα, κι εκείνος στεφάνωνε τα ασημένια της μαλλιά με άνθη. Ο Γουίλιαμ φερόταν στην όμορφη Νεράιδα με σεβασμό και την έκανε να γελά. Μπορεί να ήταν σοβαρός και λιγομίλητος, ήξερε όμως να προσφέρει γέλιο στα χείλη και τα μάτια, όταν εκείνος ήθελε.

Οι εποχές πέρασαν και το Καλοκαίρι μέρα με την μέρα έδινε την θέση του στο Φθινόπωρο. Οι δυο νάνοι, ο Ίνκις και ο Τομ, αποφάσισαν πως ήταν πια καιρός να γυρίσουν στο σπίτι τους. Ο Γουίλιαμ στενοχωρήθηκε γιατί τους είχε συνηθίσει. Σεβόταν πολύ τον γέρο Νάνο και αγαπούσε σαν αδερφό του τον Τομ, που και αυτός εκπαιδευόταν μαζί του και περνούσαν πολλές ώρες μαζί. Είχε περάσει όμως περισσότερος χρόνος από αυτόν που υπολόγιζε ο γερο-Νάνος και ήξερε πως ο λαός του τον είχε ανάγκη, και το σπιτικό του πάνω στα δέντρα τον περίμενε.

Νάμχαϊντ.Ο εχθρός της Σκιάς.Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora