Κεφάλαιο 13. Πέρα απ' τα βουνά.

75 15 8
                                    


Ο πύργος, που ορθωνόταν κάποτε ολόλευκος και φωτεινός, τώρα πια έστεκε μαύρος και καπνισμένος, διαβρωμένος απ τον άνεμο που μαστίγωνε την κοιλάδα πέρα απ τα βουνά. Η κοιλάδα του Ρίντακ, που πριν χρόνια ήταν καταπράσινη, γεμάτη ζωή και φως,  που κάποτε φιλοξενούσε ένα σωρό πλάσματα, ζώα και πετούμενα, τώρα ήταν γκρίζα και θλιβερή, και οι κάτοικοι της ήταν οι αιμοβόροι Γκούρκαν. Ζούσαν σε σπηλιές και πρόχειρα βρομερά καταλύματα, κάτω και πάνω απ την γη. Το τραγούδι των πουλιών είχε από καιρό αντικατασταθεί από τα κρωξίματα των κορακιών και οι όμορφες φωνές των Μάγων, από τα ουρλιαχτά των λύκων και την τραχιά γλώσσα των υπηρετών της Έθελ. Η Μάγισσα με μαύρα μάγια, σκοτεινά τεχνάσματα και μαύρο καπνό είχε κρύψει το φως του ήλιου, και στην κοιλάδα του Ρίντακ κυριαρχούσε ένα φως, σαν εκείνο πριν την καταιγίδα.

Οι μεγάλες σκαλιστές πόρτες που θύμιζαν το μεγαλείο των παλιών ημερών, άνοιξαν τρίζοντας πένθιμα. O Σιράκ μπήκε με πόδια που έτρεμαν από τον φόβο και την κούραση, σαν δαρμένο σκυλί. Ο κουρελιασμένος μανδύας του σερνόταν βρόμικος στο πέτρινο δάπεδο. Το χέρι του τον πονούσε πολύ κάτω απ το βρόμικο πρόχειρο ύφασμα που χρησιμοποίησε για να δέσει την κακοφορμισμένη πληγή του. Τα πόδια του έκαιγαν απ το ασταμάτητο τρέξιμο αλλά η κούραση δεν είχε τον πρώτο λόγο. Αναμμένα δαδιά έκαιγαν στους τεράστιους πέτρινους τοίχους του διαδρόμου που οδηγούσε στις σκάλες, σκορπώντας μια βαριά μυρωδιά που προκαλούσε ασφυξία και έκανε τα μάτια να τσούζουν. Τα πέτρινα σκαλοπάτια, φαγωμένα από τις σιδερένιες μπότες των Γκούρκαν, οδηγούσαν πάνω ψηλά στην αίθουσα οπού καθόταν ξάγρυπνη η Μάγισσα Έθελ. Έξω απ την πόρτα στέκονταν δυο φρουροί, γεννήματα της αρρωστημένης φαντασίας της. Δυο αιμοβόροι της προσωπικής της φρουράς. Κρατούσαν μακριά σπαθιά στα χέρια και ήσαν ντυμένοι με ένα πιο επίσημο ένδυμα από εκείνο των κοινών στρατιωτών της, αλυσιδωτό θώρακα και κράνος που έκρυβε τα απαίσια πρόσωπα τους .

«Τι γυρεύεις εδώ σκουλήκι;» είπε ο ένας από αυτούς γελώντας. «Είναι αργά για επισκέψεις από οποιονδήποτε, πόσο μάλλον για ένα απόβρασμα απ την γενιά των Νάνων.»

«Άκου να σου πω» είπε εκείνος θιγμένος. Άνοιξε μου τώρα να περάσω, γιατί αν δεν το κάνεις, δεν το βλέπω για πολύ το κούφιο σου κεφάλι στην θέση του. Δεν φοβάμαι εσένα και το σπαθί σου Γκούρκαν, άκουσες τι σου είπα;»

Ο Φρουρός σοβάρεψε. Ζάρωσε τα άσχημα μούτρα του και έσφιξε την χατζάρα του. «Δεν θα περάσεις γιατί αυτές τις διαταγές έχω. Τολμάς να αμφισβητείς τις διαταγές της κυράς;»

Νάμχαϊντ.Ο εχθρός της Σκιάς.Wo Geschichten leben. Entdecke jetzt