Κεφάλαιο 7. Μια απρόσμενη συνάντηση.

91 17 2
                                    


Το σκοτάδι τύλιξε το αγόρι. Ένιωθε πως ένας χείμαρρος τον είχε αρπάξει βίαια, όπως τότε, που από χαζομάρα του είχε πέσει στο ποτάμι κάποιον χειμώνα. Τα νερά του ήταν για πρώτη φορά τόσο φουσκωμένα και άγρια, που άρπαξαν τον τότε μικρούλι Γουίλιαμ, και τον παρέσυραν, μέχρι που για καλή του τύχη πιάστηκε από κάτι καλαμιές και κατάφερε να συρθεί ως την όχθη.

Άπλωσε γρήγορα τα χέρια και κούνησε τα πόδια του ενστικτωδώς μπας και βρει κάτι στέρεο να πιαστεί και να κόψει ταχύτητα, αλλά το μόνο που έπιαναν τα χέρια του, ήταν το απέραντο κενό και το πιο μαύρο και από την νύχτα σκοτάδι. Του φάνηκε πως είδε να τον τυλίγουν λάμψεις, ανακατεμένες με έγχρωμες ανταύγειες αλλά τίποτε άλλο πέρα απ αυτό. Τα αυτιά του βούιζαν απ την ταχύτητα της πτώσης και τα μάτια του μετά βίας τα κρατούσε ανοιχτά. Σε τι περιπέτεια είχε μπλέξει άραγε και που θα τον οδηγούσε αυτός ο παράξενος καθρέφτης; Η ξέφρενη πορεία προς τα κάτω δεν είχε τελειωμό.

Ακούστηκε ένα "κρακ", και ύστερα ένα δεύτερο, λες και έσπαζαν τα κόκαλα του, αλλά όχι, θα ένιωθε μεγαλύτερο πόνο σίγουρα. Δεν ήταν το σώμα του που έσπαζε, αλλά τα κλαδιά κάποιου θάμνου ή ενός δέντρου που έτυχε να βρίσκεται εκεί από καθαρή τύχη. Κάλυψε το πρόσωπο του, όπως όπως, με τα δυο του χέρια και προσπάθησε να κουλουριαστεί. Μπερδεμένος και αποπροσανατολισμένος, στριφογύριζε μέσα στο πυκνό φύλλωμα, μέχρι που το σώμα του απελευθερώθηκε και η πορεία προς τα κάτω συνεχίστηκε. Τελικά βρέθηκε ξαπλωμένος, φαρδύς πλατύς και ζαλισμένος, ενώ το σώμα του όλο πονούσε απ άκρη σε άκρη. Το πρόσωπο του έτσουζε όπως επίσης και τα χέρια του. Το κεφάλι του πονούσε, λες και τούφες μαλλιά είχαν τραβηχτεί βίαια. Έμεινε για μια στιγμή ξαπλωμένος, σε μια όχι και τόσο αναπαυτική θέση και ύστερα έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί όρθιος. Πριν όμως προλάβει να σταθεί στα πόδια του, ένα κλαδί που είχε σπάσει με το σώμα του, ήρθε καθυστερημένα και έπεσε με δύναμη στο κεφάλι του, κάνοντας τον Γουίλιαμ να φωνάξει και ύστερα να βρίσει μέσα απ τα δόντια του. Βόγκηξε και έφερε τα χέρια του στο πίσω μέρος του κεφαλιού, που από τύχη δεν ήταν ανοιγμένο στα δυο. Πέρα απ το κεφάλι του όμως, όλο του το κορμί πονούσε και το στομάχι του είχε δεθεί κόμπος απ την ναυτία.

Σιγαλιά απλώνονταν παντού, μόνο η βαριά του ανάσα ακουγόταν, και όταν πια ο πόνος μαλάκωσε λίγο, άνοιξε τα μάτια να δει που βρισκόταν.

«Ακίνητος!» ακούστηκε μια φωνή.

Με ένα σάλτο ο Γουίλιαμ πετάχτηκε πίσω και έτσι όπως ήταν ζαλισμένος, βρέθηκε να ακουμπά με την πλάτη του τον κορμό του δέντρου. Σαστισμένος, σαν να τον τσίμπησε σφήκα, στάθηκε εκεί να κοιτά μέσα στις σκιές, προσπαθώντας να ανακαλύψει τι είχε συμβεί. Και τι φωνή ήταν αυτή, από πού ακούστηκε; Και αυτό το κλαδί, λίγο μεγαλύτερο να ήταν θα του το είχε σπάσει το κεφάλι.

Νάμχαϊντ.Ο εχθρός της Σκιάς.Tempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang