Κεφάλαιο 1. Γουίλιαμ.

155 22 14
                                    


Ήταν Μάιος μήνας, και σύμφωνα με τα λεγόμενα του κόσμου, ήταν ο  πιο θερμός Μάιος των τελευταίων είκοσι ετών. Οι γυναίκες δεν ξεμυτούσαν απ τα νοικοκυριά τους και οι άντρες, οι περισσότεροι έμποροι, αγρότες και κτηνοτρόφοι, ήταν αναγκασμένοι να κάνουν συχνά και μεγάλα διαλύματα απ τις δουλειές τους. Έτσι τους δίνονταν η ευκαιρία να πιουν ένα ποτηράκι παραπάνω, καθισμένοι στις ταβέρνες και τα καπηλειά. Συζητούσαν για διάφορα θέματα όπως οι τρέχουσες τιμές τις αγοράς, τα καιρικά φαινόμενα και άλλα πολλά, σοβαρά και μη. Όταν όμως η κανάτα με το κρασί άδειαζε, γελούσαν δυνατά και κουτσομπόλευαν όλα όσα γίνονταν στην περιοχή. Μια περιοχή, όχι πολύ διαφορετική απ τις άλλες, με τα στραβά και τα καλά της, όμορφη και γεμάτη ζωή. Εκεί ζούσε ένα αγόρι, ο Γουίλιαμ.

Μεγάλωσε σε ένα μικρό ξύλινο σπίτι στην εξοχή, φτωχικό, μα όμορφο, μακριά απ την βαβούρα και την πολυκοσμία της μικρής πόλης Όυλεμ. Η κοιλάδα περικυκλωνόταν από βουνά, λόφους, πράσινο χορτάρι και μυρουδιές κάθε λογής. Λίγα μέτρα μακριά, προς την δύση, κυλούσε ο Τεμπέλης, ένα ποτάμι που δεν είχε πάρει το όνομα του τυχαία, μιας και τα καθαρά νερά του ακόμα και το χειμώνα με τις πολλές βροχές, κυλούσαν με το πάσο τους. Σε μια απόσταση όχι μεγαλύτερη από εκατό μέτρα, αν κοιτούσες προς την μεριά που βγαίνει ο ήλιος, ξεκινούσαν οι παρυφές του δάσους, που μέσα του έβρισκαν καταφύγιο πολλά ζωντανά και πετούμενα. Η μικρή πόλη, βρισκόταν μισή ώρα μακριά, αν κάποιος πήγαινε με τα πόδια απ το ένα και μοναδικό μονοπάτι που υπήρχε ανάμεσα στα δέντρα.

Ο Γουίλιαμ ζούσε εκεί όλα του τα χρόνια, μαζί με μια αγρότισσα, την γριά Ματίλντα. Την φώναζε γιαγιά, αν και γνώριζε πως δεν ήταν. Οι φτωχοί γονείς του, τον είχαν δώσει ως παραπαίδι στην γριά αγρότισσα γιατί δεν μπορούσαν να τον μεγαλώσουν, κάτι το οποίο συνηθιζόταν σε εκείνο τον τόπο. Εκείνη, άτεκνη καθώς ήταν τον δέχτηκε, γιατί σκέφτηκε πως τα χρόνια περνούν και τα χέρια του Γουίλιαμ θα ήταν χρήσιμα όταν τα δικά της θα πονούσαν απ τα γηρατειά. Ποιοι ήταν οι γονείς του και που πήγαν από εκεί και ύστερα ήταν άγνωστο για εκείνον, αφού ούτε η γριά Ματίλντα δεν ήξερε πολλά για την αφεντιά τους.

Ήταν πια σε ηλικία, που αν πήγαινε σχολείο, θα τελείωνε στις αρχές αυτού του καλοκαιριού, το οποίο είχε ήδη δείξει τα δόντια του για τα καλά. Ψηλός για την ηλικία του και γεροδεμένος, με ατίθασα καστανά μαλλιά που έφταναν μέχρι τους ώμους του, ο Γουίλιαμ, δεν είχε πολλά πάρε δώσε με τους κατοίκους της Όυλεμ, πέρα απ το δάσος, ούτε μιλούσε αν δεν υπήρχε λόγος. Το σχολείο είχε αποφασίσει εδώ και καιρό να το αφήσει, γιατί όπως έλεγε στην γριά Ματίλντα, είχε πιο σοβαρές δουλειές να κάνει. Η αλήθεια είναι πως έβρισκε περισσότερη ομορφιά στην δουλειά του παρά στα γράμματα, και του άρεσε περισσότερο να περπάτα στις δημοσιές ακούγοντας τα πουλιά και τον άνεμο παρά να ακούει έναν φλύαρο δάσκαλο με μια βέργα στο χέρι. Βέβαια, η γριά αγρότισσα του είχε μάθει να διαβάζει και να γράφει τα βασικά πράγματα, γιατί σίγουρα θα του φαινόταν χρήσιμο στην πορεία της ζωής του. Όπως του έλεγε συνήθως «Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο»

Νάμχαϊντ.Ο εχθρός της Σκιάς.Where stories live. Discover now