Κεφάλαιο 10. Ο δρόμος για την λίμνη.

115 14 8
                                    


Το πρωινό έφτασε και ο ήλιος  ξεπρόβαλε χρωματίζοντας τον κόσμο με την χρυσαφιά του λάμψη. Τα πράσινα δέντρα λούστηκαν με ζεστές ηλιαχτίδες, ενώ τα πουλιά στρώθηκαν από νωρίς στο τραγούδι για να σημάνουν το ξεκίνημα της καινούργιας μέρας. Ο Γουίλιαμ, αφού ξύπνησε, στάθηκε στηριζόμενος στους αγκώνες του και κοίταξε γύρω του. Μια αχτίδα φωτός γλιστρούσε απ το παράθυρο και έπεφτε λοξά για να καταλήξει κατευθείαν στο πρόσωπο του, ενώ κόκκοι σκόνης χόρευαν τεμπέλικα μέσα σ αυτή.

Το δυνατό φως και η μυρωδιά του βουτύρου δεν τον άφησε για πολύ ώρα ξαπλωμένο. Με μεγάλη του χαρά βρέθηκε μπροστά σε ένα πλούσιο πρωινό, που προφανώς, είχε ετοιμάσει από νωρίς η κυρα-Νάνισσα. Κοίταξε γύρω του αλλά δεν είδε κανέναν, ούτε άκουσε φωνή. Πήρε λοιπόν το θάρρος να καθίσει και να φάει γιατί πεινούσε σαν λύκος, βλέποντας όλα αυτά μπροστά του. Έφαγε πατάτες στην χόβολη πασαλειμμένες με βούτυρο μαζί με ψωμί φρέσκο και ακόμα ζεστό, ενώ στο τέλος ήπιε μια κούπα γάλα. Συλλογιόταν τις τελευταίες πέντε μέρες που πέρασαν στο δάσος, συντροφιά με τους Νάνους. Ήταν καλοσυνάτα και αστεία πλάσματα αλλά πολύ φασαριόζικα και γεμάτα απορίες σε θέματα που αφορούσαν τον Γουίλιαμ και την ζωή του στην από κείθε μεριά, όπως συνήθιζαν να λένε τον κόσμο που ζούσε το αγόρι. Ο Ίνκις δεν φανερωνόταν πολύ, εκτός απ τις νύχτες. Όπως έλεγε είχε δουλειές να κάνει, και προετοιμασίες για τον δρόμο.

Δεν είχε καλά καλά τελειώσει, όταν μέσα στην καλύβα μπήκε ο Τομ σαν σίφουνας, κρατώντας ένα πακέτο στο ένα χέρι και στο άλλο ένα μήλο.

«Καλημέρα» είπε φωναχτά και κεφάτα.

«Καλημέρα και σε εσένα» απάντησε το αγόρι μπουκωμένο όπως ήταν με βουτυρωμένο ψωμί.

«Ελπίζω να κοιμήθηκες καλά και να ξεκουράστηκες γιατί ο δρόμος είναι μεγάλος. Βλέπω έφαγες κιόλας! Η κυρά είναι καλή μαγείρισσα και λίγες την φτάνουν στην τέχνη αυτή. Έλα! Ετοιμάσου!» είπε και δάγκωσε το μήλο του τόσο δυνατά που ακούστηκε σαν να έσπαγε κόκκαλο.

«Στάσου να πιω άλλη μια κούπα γάλα.» Είπε ο Γουίλιαμ «Τέτοιο δεν έχω ξαναπιεί ποτέ στην ζωή μου. Φαντάζομαι πως θα μου λείψει εκεί έξω.»

«Σωστά! Πρέπει να μην μας λείψει τίποτα.» Είπε ο Τομ και χτύπησε τα δυο του δάχτυλα. Έμεινε εκεί, κάμποση ώρα σκυφτός, ελέγχοντας τους δυο σάκους. «Στις ερημιές μπορεί εύκολα να χαθείς και να περπατάς για μέρες, γι αυτό τουλάχιστον πρέπει να έχουμε μαζί μας φαγητό και νερό. Βέβαια υπάρχουν πηγές στο δρόμο, αλλά ποτέ δεν ξέρεις αν το νερό είναι καθαρό ή μαγεμένο.» μουρμούρισε.

Νάμχαϊντ.Ο εχθρός της Σκιάς.Where stories live. Discover now