Κεφάλαιο 3. Μια ιστορία απ' τα παλιά.

112 21 12
                                    

«Λοιπόν» είπε μια μέρα ο Κορνήλιος καθώς έριχνε ξύλα στην φωτιά. «Σήμερα δεν έχω πολύ όρεξη για δουλειά, ούτε καν για περίπατο μιας και το κρύο του χειμώνα κάνει τα γέρικα κόκκαλα μου να πονάνε. Γι αυτό λοιπόν κάνε το καλό και γέμισε τις κούπες με τσάι, έχω να σου πω μια ιστορία.»

Η αλήθεια είναι πως ούτε ο Γουίλιαμ είχε διάθεση για δουλειές και βόλτες μες το κρύο, όχι σήμερα. Ήταν μια κακόκεφη μέρα, γι αυτό λοιπόν και σηκώθηκε. Έβγαλε το τσαγερό απ την φωτιά και γέμισε τις κούπες. Μια ιστορία ήταν ότι έπρεπε για να του φτιάξει την διάθεση.

«Είμαι όλος αυτιά» είπε και έδωσε την κούπα με το αχνιστό αφέψημα στον γέρο φίλο του. Υστέρα στρώθηκε στην πολυθρόνα του.

Ο Κορνήλιος ξερόβηξε για να καθαρίσει τον λαιμό του, ευχαριστημένος με τον πρόθυμο ακροατή του.

«Αυτή η ιστορία που θα σου πω, έχει να κάνει με ένα μέρος πολύ μακρινό, που η απόσταση του δεν υπολογίζεται με καμιά μονάδα μέτρησης αυτού του κόσμου, ούτε καν με μήνες ολόκληρους πεζοπορίας. Θα μιλήσω όσο πιο γρήγορα μπορώ γι αυτό το μέρος χωρίς πολλά πολλά.»

Πάντα, με έναν παρόμοιο τρόπο ξεκινούσε ο Κορνήλιος, και ο Γουίλιαμ χάρηκε μιας και γνώριζε καλά πως ο γερο-φίλος του μόνο σύντομος δεν θα ήταν.

«Το μέρος αυτό ονομαζόταν Ίντελμιρ, και ήταν πάρα πολύ διαφορετικό απ την Όυλεμ, και πολύ μεγαλύτερο επίσης.» ξεκίνησε ο γέροντας. «Εκεί, πολλά χρόνια πριν, ζούσαν όλων των λογιών τα πλάσματα. Πλάσματα, που στον τόπο αυτό δεν υπάρχουν, παρά μόνο στα παραμύθια που λένε οι γιαγιάδες στα εγγόνια τους. Νεραϊδικά και Νάνοι, Φάυνοι, Ξωτικά και πολλά άλλα που περπατούσαν στα δυο τους πόδια. Ο κόσμος όλος ήταν νέος, όμορφος και χωρίς πολλές σκοτούρες στο μυαλό.

Το κακό όμως, που πάντα υπήρχε και θα υπάρχει, μεγάλωνε μέσα στην καρδιά μιας Μάγισσας, που ζούσε εκεί χρόνια πολλά. Μέρα με τη μέρα, και χωρίς να το πάρει είδηση κανένας, αυτή όλο και περισσότερο βυθίζονταν με μαύρα μάγια στα σκοτεινά μέρη του μυαλού της, μέχρι που μια μέρα φανερώθηκε ο σκοπός της και αυτός ήταν μόνο ένας, να υποτάξει όλα τα πλάσματα και να τα κάνει υπηρέτες της. Η Μάγισσα βλέπεις, είχε μεγάλη επιθυμία να γίνει βασίλισσα.

Οι σοφοί, είδαν πως το κακό δεν θα αργήσει να μεγαλώσει. Έτσι συμβούλεψαν τα ελεύθερα πλάσματα να προφυλαχτούν και να το πολεμήσουν, γιατί η Μάγισσα έφτιαχνε στρατιές πλασμάτων που υπάκουαν πιστά στο θέλημα της. Τους έλεγε δαίμονες ή αλλιώς Γκούρκαν στην τραχιά τους γλώσσα.

Νάμχαϊντ.Ο εχθρός της Σκιάς.Donde viven las historias. Descúbrelo ahora