Κεφάλαιο 5. Ένας καθρέφτης στο σκοτάδι.

82 17 8
                                    

Είχε περάσει περίπου μισή ώρα πεζοπορίας μέσα στο κρύο και τον τσουχτερό αέρα. Σταμάτησαν σε ένα μέρος όπου ο Γουίλιαμ γνώριζε. Είχε πάει εκεί πολλές φορές στο παρελθόν.

«Η στοιχειωμένη σπηλιά! Τι γυρεύουμε εδώ;» είπε μέσα απ τα ανακατεμένα του μαλλιά.

«Δεν πιστεύω να φοβάσαι; Έτσι κι αλλιώς πολλές ήταν οι φορές που σε είδα να τριγυρνάς εδώ όλα αυτά τα χρόνια.» είπε ο Κορνήλιος και κοντοστάθηκε κοιτώντας ευθεία μπροστά.

«Και βέβαια δεν φοβάμαι, ούτε ποτέ μου πίστεψα πως ζουν εδώ στοιχειά και αερικά, παρά τις προειδοποιήσεις της γιαγιάς.»

«Και φαντάζομαι πως ακόμα και τώρα δεν έχεις πιστέψει αυτά που σου είπα.» αλλά πριν προλάβει να απαντήσει το αγόρι, ο Κορνήλιος μίλησε. «Έλα, βοήθησε με λίγο με αυτά.» είπε και με την μαγκούρα του άρχισε να παραμερίζει τον άγριο κισσό και τα βάτα που έκλειναν την είσοδο.

Η σπηλιά αυτή βρισκόταν βαθιά μέσα στο δάσος. Ήταν μια κοινή σπηλιά στα ριζά ενός λόφου, που η καραφλή κορυφή του ορθώνονταν ψηλότερα ακόμα και απ το μεγαλύτερο δέντρο. Ο Κορνήλιος παραμέρισε με την βοήθεια του Γουίλιαμ το άγριο φυτό που κόντευε να πνίξει την είσοδο και έκαναν δυο βήματα μέσα. Σίγουρα, κανείς δεν είχε πατήσει το πόδι του εκεί, για πολλά χρόνια. Το εσωτερικό της, δεν ξεπερνούσε σε μέγεθος την καλύβα που ζούσε το αγόρι. Το χωμάτινο δάπεδο ήταν ανά τόπους καλυμμένο με σάπια φύλλα που τα είχε αφήσει εκεί ο αέρας, και ακαθαρσίες από νυχτόβια πλάσματα, πουλιά και νυχτερίδες, που είχαν στήσει εκεί το σπιτικό τους, χρόνια τώρα. Η ιστορία αυτής της σπηλιάς ήταν λίγο πολύ γνωστή σε όλους. Κάποτε, οι κύριοι επισκέπτες ήταν κυνηγοί και βοσκοί. Χρησιμοποιούσαν την σπηλιά ως καταφύγιο απ την βροχή και το κρύο, ένα περιστατικό όμως ήταν αρκετό για να τρομάξει μια ομάδα Ανθρώπων, που παρά την δυνατή βροχή έφυγε όπως όπως. Τρομοκρατημένοι, οι κυνηγοί τράπηκαν σε φυγή από τα αερικά και τους βουρβούλακες, γιατί έτσι αποκαλούσαν ότι φοβόντουσαν, που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εκεί. Με τα χρόνια βγήκε η φήμη πως το μέρος ήταν στοιχειωμένο και κανείς δεν πατούσε το πόδι του όχι μόνο τη νύχτα αλλά και τη μέρα.

«Τι γυρεύουμε εδώ;» είπε ο Γουίλιαμ και έφερε τον πήχη του δεξιού του χεριού στην μύτη. Το μέρος βρομούσε μούχλα και χωματίλα, αλλά ο Κορνήλιος δεν φάνηκε να ενοχλείται καθόλου. Συνέχισε να στέκεται εκεί, κοιτάζοντας τον σκοτεινό θάλαμο με μάτια στενεμένα, σαν να έψαχνε να βρει κάτι μέσα στις σκιές.

Νάμχαϊντ.Ο εχθρός της Σκιάς.Onde histórias criam vida. Descubra agora