Η Βιβλιοθήκη

78 20 2
                                    

Οι φλόγες που τους είχαν περικυκλώσει μπήκαν σε μια ευθεία και άρχισαν να κινούνται, σαν να τους έδειχναν τον δρόμο.
Αποφάσισαν να τις ακολουθήσουν, η Ερμιονη ήθελε πολύ να μάθει τι ειναι αυτο το μέρος και ίσως αυτη η φωνή να της έδινε κάποιες απαντήσεις.
-Να είσαι έτοιμος για τα παντα. Ίσως να ειναι παγίδα.
Ο Άιντεν έγνεψε καταφατικά και άρχισαν να ακολουθούν τις φλόγες. Η βιβλιοθήκη ηταν τεράστια έμοιαζε με λαβύρινθο από βιβλία. Προχωρούσαν αρκετή ωρα, ξαφνικά οι τέσσερις φλόγες ενώθηκαν και δημιούργησαν δυο πιο λαμπερές, η καθε μια ακολούθησε διαφορετικό μονοπάτι.
-Ας χωριστούμε. Εσυ ακολούθησε το αριστερό μονοπάτι εγω θα πάω στο δεξί.
Ο Άιντεν δεν ήθελε να χωριστουν αλλα δεν μπορούσε να αρνηθεί.
-Εντάξει αλλα άμα συμβεί κατι ειδοποίησε με.
Ακολουθησαν ο καθένας το μονοπάτι του.
Η φωτιά του Άιντεν αρχισε να σβήνει σιγά σιγά ή τουλάχιστον αυτο νόμιζε. Ένιωθε το μονοπάτι να στενεύει και τα πόδια του πιο αδύναμα, συνέχισε να ακολουθεί την φλόγα εξουθενωμένος και χωρίς καθόλου δύναμη ή θέληση. Λιγο πριν καταρρεύσει από την κουραση άκουσε το ουρλιαχτό της Ερμιονης, ξαφνικά οι αισθήσεις του επέστρεψαν και το φως που ηταν μπροστά του μεγάλωσε. Έτρεξε οσο πιο γρήγορα μπορούσε για να την βοηθήσει, όμως δεν έβρισκε τον δρόμο. Δεν μπορούσε να παει πίσω στο σημείο όπου είχαν χωριστεί. Ειχε χαθεί. Αρχισε να φωνάζει "Ερμιόνη!" αλλα δεν υπήρχε απάντηση, ετρεχε λαχανιασμένος παντου μεσα στον λαβύρινθο ομως τίποτα. Δεν ήξερε τι να κάνει, η απελπισία ηταν παντου ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Από την σύγχυση του αρχισε να χτυπάει τα τεράστια ράφια με βιβλία, τοσο δυνατά που ηταν έτοιμα να καταρρεύσουν. Σκευτηκε οτι ετσι ίσως έφτιαχνε έναν πιο σύντομο δρόμο για να βρει την Ερμιονη, οποτε συνέχισε να τα χτυπά.
-ΣΤΑΜΑΤΑ!!!
Είπε πολύ οργισμένα μια δυνατή φωνή. Δεν ηταν της Ερμιονης, δεν την αναγνώριζε.
-Απλα ακολούθησε την φλόγα και θα βρεις αυτο που ψάχνεις!
Η φλόγα που τόση ωρα τον ακολουθούσε στο άσκοπο κυνηγητό του συνέχισε την πορεία που ακολουθούσε πριν.
Μετα από αρκετό περπάτημα βρεθηκε σε ενα μεγάλο κυκλικό δωμάτιο. Οι τοίχοι του ηταν άσπροι και γεμάτοι πίνακες, στην μέση του δωματίου υπήρχε μια κεράσια που έβγαινε μεσα από το μαρμάρινο πάτωμα. Γύρω από την κεράσια υπήρχαν τέσσερις κόκκινοι καναπέδες με χρυσα χέρια και πόδια και ακριβως από κάτω της στην ίδια ευθεία με την είσοδο του δωματίου υπήρχε ενα λάδι μεταξωτό μαξιλάρι.
Στο ταβάνι, που ειχε το σχήμα θόλου, ηταν ζωγραφισμένα σύννεφα και ενα γεμάτο φεγγάρι.
Πάνω στο μεταξωτό μαξιλάρι καθόταν μια κοπέλα, φαινόταν μικρή 15-16 χρονών, φόραγε ενα κόκκινο κιμονό και από πάνω έναν λάδι μεταξωτό μανδύα. Στο κεφάλι της ηταν τυλιγμένο ενα φλοραλ μαντίλι και τα μαλλιά της ηταν πιασμένα σε δυο κοτσίδες. Αλλα κατι σε αυτήν την κοπέλα ειχε αφήσει τον Άιντεν άφωνο, ειχε παγώσει από τον φόβο. Δεν ειχε πρόσωπο.
-Που ειναι;!
Της φώναξε χωρίς δισταγμό.
Η κοπέλα άφησε κάτω το τσάι που κρατούσε και έδειξε τον καναπέ που βρισκόταν δεξιά της.
-ΕΡΜΙΟΝΗ!
Ηταν αναίσθητη σκεπασμένη με τα ροζ πέταλα της κερασιάς.
-Ερμιονη τι έγινε, ξυπνά!

UnmeiWhere stories live. Discover now