Κατεβασμένα κάγκελα, κατεβασμένα πρόσωπα, μια πόλη κατεβασμένη στα πατώματα, πόλη που λέει ο λόγος, δεν ξέρω εάν αυτή λέγεται πόλη πια, μια πόλη θέλει πολίτες για να λέγεται πόλη, που να αναπνέουν, να χτίζουν, να περπατούν, να δουλεύουν, πού να τα δεις αυτά εδώ, γέμισε η πόλη με σκιές, με άδεια κτίρια σε άδειους δρόμους γύρω από άδειες πλατείες, να γυρνούν τα μάτια μας να τα κοιτούν, άδεια, χωρίς το παραμικρό ξάφνιασμα, τα μάτια έχουν γίνει πια αυτό που κοιτούν, το άδειο από τα μάτια έχει μπει μέσα στο μυαλό, μέσα στο σώμα και δε λέει να φύγει πια, άδειασαν από μέσα όλα τα μυαλά και όλα τα σώματα και δεν έμειναν παρά μόνο σκιές, κι είναι και αυτή η σκόνη που πέφτει από ψηλά, αργά και σταθερά, μπαίνει μέσα στα ρουθούνια και κόβει κάθε αναπνοή, πέφτει πάνω στους ανθρώπους και τους βαραίνει, με τον χρόνο πετρώνει επάνω τους και με δυσκολία κινούνται πια, κι έτσι σιγά σιγά οι άνθρωποι γίνονται αγάλματα, ακρωτηριασμένα αγάλματα, χωρίς λαιμό για να μιλούν, χωρίς χέρια για να εργάζονται, χωρίς πόδια για να στέκονται πόσο μάλλον για να περπατούν, μισά σώματα πεταμένα στο πλάι, άγαρμπα κομμένα σώματα στημένα στα γόνατα, να τα κοιτούν, να τους λένε τι όμορφα που είναι, τι όμορφη που είναι αυτή η πόλη η γεμάτη με τα σκόρπια αγάλματα που μέρα με τη μέρα πληθαίνουν κι είναι όμορφα έτσι όπως γυαλίζουν στο φως, έτσι λένε αυτοί που τα κοιτούν, καλά στοιχισμένα, σχηματίζοντας ευθείες γραμμές, για να περνούν ανάμεσά τους, ανενόχλητοι να τα κοιτούν, να τους λένε τι όμορφα που είναι, για πόσο πια στοιχισμένα, για πόσο πια αγάλματα κανείς δε λέει, τα αγάλματα δε χρειάζεται να ξέρουν, τα αγάλματα δεν καταλαβαίνουν, έτσι νομίζουν εκείνοι, κι όμως είναι κάτι βράδια που κλείνω τα μάτια μου και κοιτώ τα στοιχισμένα αγάλματα έτσι όπως γυαλίζουν στο φως, να μου κλείνουν το μάτι, να με κοιτούν με τα λευκά μάτια τους κι ύστερα να κοιτάζονται μεταξύ τους, κι ύστερα να γίνεται αυτό που εκείνοι δε φαντάζονται, δεν μπορούν να φανταστούν ότι συμβαίνει κι όμως γίνεται, τα αγάλματα πλησιάζουν το ένα το άλλο και μιλούν, κι όχι μόνο, κάποια βράδια μπορούν και παίζουν, δε θα το πίστευα ποτέ εάν δεν το έβλεπα ο ίδιος με τα μάτια μου, έχουν ένα δικό τους παιχνίδι που παίζουν, λένε αγαλματάκια ακούνητα μέρα ή νύχτα και αλλάζουν θέση, μεταξύ τους, για να αλλάξουν θέση μετά ξανά, το πρωί να είναι πάλι ίδια, στη θέση τους, κανείς από εκείνους να μην καταλάβει, ότι κάθε βράδυ παίζουν τα αγαλματάκια ακούνητα μέρα ή νύχτα στις άδειες πλατείες, κάτω από τα κλειστά παράθυρα, κάτω από τα κλειστά τους βλέφαρα σπάζοντας τις ευθείες γραμμές.
Δεν ξέρω εάν αυτές οι γραμμές αληθινά υπάρχουν ή τις βλέπω εγώ μέσα από τα μάτια μου, εάν τελικά γίνομαι εγώ ό, τι βλέπω, ό, τι αγγίζω ή ό, τι αγγίζω και βλέπω γίνεται ό, τι κι εγώ, και δεν ξέρω τι φταίει, γέμισε ο κόσμος με ευθείες γραμμές, γέμισαν οι άνθρωποι, γέμισε η πόλη, ολόκληρη η πόλη μια ευθεία γραμμή, σαν τη γραμμή του εγκεφάλου, σαν τη γραμμή της καρδιάς, εποχές της ευθείας γραμμής και δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα αντέχουμε, δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα αντέχω να ζω ανάμεσα σε ευθείες.
[από το τρίπτυχο σεμινάριο λογοτεχνικής γραφής του Δημήτρη Τανούδη:
«shortstory: ένα σύμπαν σε συστολή» | «η γραφή ως στιγμή» | «προς ένα νέο τραγικό»
της Γιώτας Δημοπούλουhttp://bibliotheque.gr/?p=34039
YOU ARE READING
Quotes // Αποφθέγματα//ποιήματα// Μικροκείμενα
PoetryLittle Things matter.. *Τα παρακάτω κείμενα, αποσπάσματα κτλ. δεν μου ανήκουν.*