Πρώτο πλάνο, Αθήνα, Αύγουστος του 2014, σούρουπο, σε ένα καφέ στο κέντρο της πόλης. Ένας κανελί σκύλος κοιμάται στο σκα μωσαϊκό και ένα κορίτσι σε ένα γωνιακό τραπέζι διαβάζει ένα βιβλίο. Από το παλιό ραδιόφωνο ακούγεται μια μελαγχολική μελωδία φερμένη από κάποια μακρινή χώρα που μόνο τα βραχέα κύματα μπορούν να παρασύρουν στην Αθήνα.
Ένας άνδρας γύρω στα 30,ντυμένος στα μαύρα μπαίνει στο μαγαζί και κάθεται σε ένα τραπέζι, ανάβει τσιγάρο και παραγγέλνει ένα σκέτο καφέ. «Κάνει ζέστη απόψε» μονολογεί. Η κοπέλα τον κοιτάζει περίεργα και συνεχίζει να διαβάζει το βιβλίο της. «Μια γυναίκα μόνη σε ένα μαγαζί κάπου στο κέντρο του κόσμου. Πριν λίγες μέρες νόμισα ότι είχε έρθει το τέλος του κόσμου, του δικού μου κόσμου» και όσο εκείνος μιλάει εκείνη ενοχλημένη αλλάζει θέση και όσο απομακρύνεται τόσο αυτός δυναμώνει το τόνο της φωνής του. «Σε κάποιες γωνιές της Αθήνας ακόμα και μες το καλοκαίρι τη νύχτα θα βρεις αναμμένα τα φωτάκια των Χριστουγέννων, είναι για να κάνουν ευχές οι περαστικοί, όλοι τους να ξέρεις εύχονται να γίνουν ένα». Η κοπέλα προσπαθεί με βία να συγκρατήσει το χαμόγελο της, φαίνεται ότι συμπάθησε τον άνδρα με τα μαύρα.
Εκείνος παίρνει θάρρος και την κοιτά έντονα. Είναι όμορφη, στο μέτωπο της έχει ένα μικρό σημάδι, ίσως αναμνηστικό από κάποιο παιδικό χτύπημα, τα μαλλιά της πέφτουν ατίθασα στη γυμνή της πλάτη. Ο άνδρας σηκώνεται από την καρέκλα του και κάθεται στο τραπέζι της. «Κρύβεις μέσα σου μια ουτοπία» της λέει και εκείνη αρχίζει και νιώθει άβολα. «Θυμάμαι κάποιο βράδυ ένας φίλος είχε φωνάξει ένα και ένα δεν κάνουν δυο αλλά πέντε. Ένα, δυο, δυο και ένα. Ένα, τόσο δύσκολο το ένα; Αλγόριθμοι που σχηματίζουν τις τέλειες ενώσεις. Να δούμε αν κουμπώνουμε. Είναι δύσκολο να εφαρμόσουν τα σώματα ξέρεις, για αυτό και βλέπεις αγνώστους ακόμα να φιλιούνται στα μπαρ. Και μετά είναι αυτά τα χαλασμένα μπλε καρτοτηλέφωνα στις άκρες των δρόμων με τις γυναικείες φωνές που χαρίζουν εικοσάλεπτους οργασμούς. Ξέρεις πώς είναι να ακούς μια γυναίκα να αναστενάζει από ηδονή;» τη ρωτάει και εκείνη γουρλώνει τα μάτια της. «Είναι κάποιοι που παίρνουν μονάχα για παρέα. Δεν έχω τι να κάνω και σε πήρα να σε ακούσω. Μοναξιά πολύ εκεί έξω, το βίτσιο ερμηνεύεται ως μοναξιά; Ποιος ρωτά για τα πάθη των ανθρώπων; Δεν ακουγόμαστε πια, μονοπωλούμε παραμιλώντας, να τώρα όπως εγώ μαζί σου. Τόση ανάγκη να ακουστείς χωρίς να έχεις εξασκηθεί να ακούς. Να απόψε είσαι τόση όμορφη, θα σου πρότεινα να έρθεις να καθίσουμε κάτω από το αγιόκλημα και να μετρήσουμε τα αστέρια». Εκείνη σχεδόν πανικόβλητη ζητάει το λογαριασμό και σηκώνεται να φύγει. «Στάσου…» της λέει, «ήθελα τόσο πολύ να σε εντυπωσιάσω, μάλλον δεν το κατάφερα ε;».
BẠN ĐANG ĐỌC
Quotes // Αποφθέγματα//ποιήματα// Μικροκείμενα
Thơ caLittle Things matter.. *Τα παρακάτω κείμενα, αποσπάσματα κτλ. δεν μου ανήκουν.*