19. 2046

347 15 0
                                    

ΠΑΛΙΑ, όταν οι άνθρωποι είχαν ένα μυστικό, σκαρφάλωναν σε ένα βουνό, έβρισκαν ένα δέντρο που είχε μια τρύπα, ψιθύριζαν το μυστικό μέσα στην τρύπα και μετά την κάλυπταν με λάσπη. Με αυτό τον τρόπο φυλούσαν το μυστικό για πάντα.

Είδα το δέντρο, κάτασπρο από θυμό. Είχαν να το πλησιάσουν πολλά χρόνια. Με τα εντόσθιά του, σαν ανοιχτά. Κόλλησα το στόμα μου στον χρόνο. Ή ήταν δωμάτιο ξενοδοχείου; Πιστός και κρυμμένος. Σε μια μακρόσυρτη μνήμη. Τέσσερα νούμερα, σαν εποχές.

Υπάρχει μια πόλη που καταφεύγουν οι άνθρωποι για να βρουν τις χαμένες τους αναμνήσεις. Κανείς δεν γυρίζει ποτέ πίσω. Η ζωή δεν σου φέρνει πολλές αντιρρήσεις αν καταφέρεις και κερδίσεις το παρελθόν σου. Επωμίζεσαι τον από μηχανής χρόνο, επιστρέφοντας σε μία εικόνα.

Κάθε κίνηση προς τα πίσω είναι ανακυκλωμένο αίμα. Τα δάκρυα είναι τα ίχνη του. Στάμπες που μεγαλώνουν ή μικραίνουν στα πίσω δωμάτια. Σαν σκαμμένες φακίδες.

Τα δάχτυλά μου μόνο να σ’ αγγίζουν μπορούν. Με μια ερεθισμένη θυσία. Σαν να εξέρχεται το φως από τις χαραμάδες του δέρματος. Απολαμβάνει την αποφυλάκισή του. Πάνω στο προαύλιο των χεριών μου, μια άσπρη επιδερμίδα. Ολέθρια χαλασμένη.

Πώς είναι όταν σκοτώνεις το φως; Το θάβεις στο στόμα σου και μετά απλώς κάνεις το σταυρό σου;

Κάλυψέ το με λάσπη. Θα βγει.

Εκείνες οι διεσταλμένες αναπνοές μας. Θα βγουν. Τύλιγαν τα κεφάλια μας, σαν σεντόνι. Στον έρωτα, σε διαλέγει ο θάνατος. Για να τον ζήσεις, πεθαίνεις. Κανείς δεν επιτρέπεται να τον κοιτάξει στο πρόσωπο.

Αν φυσήξεις το μυστικό του, θα έρθω. Να πανδοχεύσω τη λύπη μέσα σου. Μέσα σ’ αυτό το ίδιο αντίσκηνο που κάνει το σώμα τη μνήμη να επιμένει.

Μη βγαίνεις στον ήλιο. Θα χυθεί. Μείνε λυπημένη. Μείνε ανεπανόρθωτα σιωπηλή, αλλά περισσότερη.

Μετά, το τρένο. Από τη λακκούβα των ανθρώπων κατευθείαν στη κόκκινη θάλασσα. Εγώ θα επιπλέω εκεί. «Θα λάμπω ανάμεσα στις πληροφορίες» (1).

Θυμήθηκα πίσω. Την ασημένια πλατεία που δίπλωνε όνειρα. Τον βούρκο των αγκαλιών. Η μια μέσα στην άλλη, στολισμένη από τον φόβο. Του τέλους. Των στιγμών.

Οι άνθρωποι περπατούν έως ένα σημείο και χάνονται. Σαν τίτλοι παλιάς εφημερίδας που ξεπεράστηκαν απ’ τα γεγονότα. Όλες οι ειδήσεις τους, δεμένες από τις ρίζες των δοντιών. Και γυαλίζουν.

Έβγαλε έναν θαυμασμό και τελείωσε. Έζησε το πολύ για λίγο. Για να αποδείξει ξανά ότι αυτό που λερώνεις το αγαπάς περισσότερο.

Κάποτε ερωτεύτηκα μια γυναίκα. Φορούσε μαύρα. Μετά από λίγο εκείνη με άφησε. Πήγα στο 2046. Πίστευα ότι με περίμενε εκεί. Όμως, ήταν μόνο η μνήμη της.

Την ίδια δεν κατάφερα να τη βρω.

[2046] του Σταύρου Σταυρόπουλου

[από το βιβλίο “Πιο νύχτα δεν γίνεται”]

http://bibliotheque.gr/?p=35143

Quotes // Αποφθέγματα//ποιήματα// ΜικροκείμεναOù les histoires vivent. Découvrez maintenant