Κεφάλαιο δέκατο -έκτο

1.8K 178 9
                                    

… και η οποία κοπέλα δεν ήταν η Κάσσια. Τουλάχιστον η δική μου Κάσσια. Έμεινα να κοιτάζω άφωνος μια τη καινούρια κοπέλα, μια το Σάββα ο οποίος δεν μπορούσε να καταλάβει στον κόρακα είχα πάθει.

«Σάββα σου έχω χίλιες φορές πως δεν μου αρέσει όταν με φωνάζεις έτσι.»  του είπε με χαμόγελο η κοπέλα και μετά μου έτεινε το χέρι της. «Κασσιανή, φοιτήτρια νομικής.» μου απεύθυνε τον λόγο με λαμπερά μάτια και κατάλαβα για ποιο λόγο δεν της άρεζε το ‘Κάσσια’. Ήταν πολύ ήσυχο και ακουγόταν αρκετά φρόνιμο για την καριέρα που σχεδίαζε και για την προσωπικότητα που διέθετε.

«Μιχάλης, χάρηκα.» της είπα τυπικά και μετά γυρίσαμε στο τραπεζάκι μας. Έριξα ένα βλέμμα στην Βάνα η οποία με ένα ανεβοκατέβασμα των ώμων της μου έδωσε να καταλάβω ότι δεν το ήξερε. Βασικά θα τα λέγαμε αργότερα εμείς οι δύο.

                                                                     ***

«Κοίτα ο καθένας θα μπορούσε να μπερδευτεί. Στο κάτω-κάτω έχουν το ίδιο όνομα!» μου είπε με παράπονο η Βάνα το επόμενο πρωί καθώς έριχνε στο τηγάνι τα χτυπημένα αυγά για την ομελέτα.

«Και εσύ αμέσως έβγαλες συμπέρασμα ότι θα είναι η γνωστή μας Κάσσια!» τη κατηγόρησα.

«Και εσύ αμέσως ζήλεψες!» πέρασε στην αντεπίθεση και της πέταξα ένα τσόφλι.

«Αυτή η συνήθεια να πετάμε ο ένας στον άλλον πράγματα πρέπει να σταματήσει!» είπε και μάζεψε το τσόφλι από το πάτωμα και με ανάλαφρες κινήσεις το πέταξε στον κάδο. «Ξέρεις τη συμπάθησα την Κάσσια του Σάββα. Του ταιριάζει δεν νομίζεις;» σχολίασε καθώς έβαλε στο μείγμα και λίγο τυρί.

«Μμ… ναι προφανώς.» σχολίασα και εγώ αν και είχα εντυπωσιαστεί από την επιλογή του Σάββα. Η Κασσιανή φαινόταν πολύ σοβαρός και υπεύθυνος άνθρωπος και μάλλον θα ήταν ότι πρέπει για αυτόν. Ήταν και ο Σάββας ένας συντιρίκλας σκέτος…

«Τι λες να κάνουμε σήμερα; Είναι Κυριακή!» είπε με ένα τεράστιο χαμόγελο η κολλητή μου καθώς έβγαλε ένα κουτί χυμό πορτοκάλι από το ψυγείο.

«Σκόπευα να φωνάξω τον Σπύρο να δούμε τον χθεσινό αγώνα παρέα. Αγόρασα και μπύρες!» είπα γεμάτος περηφάνια για τον εαυτό μου.

 Η Βάνα ξίνισε τα μούτρα της.

«Άντρες… Και δεν μου λες. Εμένα με σκέφτηκες καθόλου; Τι θα κάνω εγώ όλα αυτά τα ενενήντα λεπτά ενώ εσείς θα ουρλιάζετε στην οθόνη;» μου λέει καθώς μου βάζει ένα κομμάτι ομελέτας πλάι στο τηγανιτό μου μπέικον στο πιάτο.

Το πορτοκαλοκόριτσο (TYS_GR)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora