Πίστευα πως απλά μου τον θύμιζε πολύ, ότι είχαν μια εντελώς τυχαία και ασήμαντη ομοιότητα. Ποτέ δεν πίστεψα ότι θα χόρευα και θα έβγαζα (εν μέρει) τα εσώψυχα μου στο μοναδικό άτομο που δεν έπρεπε να βγουν. Ήταν αυτός που δεν έπρεπε να καταλάβει ότι έχω αισθήματα για κάποιον. Το καλό είναι ότι δεν πρόλαβα να ανοιχτώ αρκετά ώστε να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις που θα είχαν άσχημη κατάληξη.
Ωστόσο, τον είχα μπροστά μου, και το γεγονός αυτό δεν άλλαζε όσες φορές και αν ανοιγόκλεισα τα μάτια μου για να βεβαιωθώ ότι αυτό που έβλεπα δεν ήταν ψέματα. Μόλις είχε αφαιρέσει τη μάσκα του, χωρίς δισταγμό, μπροστά σε μια άγνωστη, η οποία δεν ήξερε καν αν ήταν μαθήτρια του. Αλλά όχι.. Δεν είχα σκοπό να τον μιμηθώ.
Με κοιτούσε με εκείνο το αινιγματικό πανέμορφο βλέμμα στο πρόσωπό του που προσπαθούσε να προσδιορίσει τι ακριβώς είχα σκοπό να κάνω παρακάτω. Θα έβγαζα τη μάσκα μου ή όχι; Η απάντηση ήταν τόσο προφανής που θα ήταν περίεργο έστω και να την αναφέρω.
"Εσύ.." ξεστόμισα από τη σαστιμάρα μου, δίχως να προλάβω να συγκρατηθώ.
Με κοίταξε ερωτηματικά, το χαμόγελο σβήστηκε από τα χείλη του. Για ένα πράγμα μόνο ήμουν σίγουρη και αυτό ήταν το ότι δεν είχε καταλάβει ποια ήμουν. Σίγουρα όμως υποψιαζόταν. Ο τρόπος που είπα το 'εσύ' πιθανότατα να του έδωσε να καταλάβει ότι κάτι μου έχει κάνει. Κάτι το οποίο δε γνωρίζει ούτε εκείνος.
"Τι.." πήγε να πει αποσβολωμένος.
Έκανα μερικά βήματα προς τα πίσω, μάζεψα το φόρεμά μου και άρχισα να τρέχω. Όσο μπορούσα να τρέξω, τέλος πάντων, με τα τακούνια. Όταν έφτασα στην αίθουσα του χορού είχα κουραστεί να τρέχω με αυτά τα παπούτσια, οπότε τα έβγαλα και τα κράτησα στα χέρια μου. Κοίταξα τριγύρω σε περίπτωση που έβλεπα πουθενά την Κλαίρη, αλλά ήταν άφαντη. Κοίταξα μετά προς το διάδρομο από όπου είχα έρθει μόλις και είδα τον κ. Γιώργο να εμφανίζεται λαχανιασμένος και να κοιτάζει γύρω απεγνωσμένα. Έσκυψα και ανακατεύτηκα με το πλήθος. Προχωρούσα ανάμεσα στο ζευγαράκια που χόρευαν ένα απαλό μπλουζ ζητώντας 'συγνώμη' κάθε φορά που χτυπούσα κάποιον, που ήταν συχνά.. πολύ συχνά.
Κατευθύνθηκα προς τη σκάλα και την κοίταξα απογοητευμένη. Ήταν αδύνατον να την ανέβω και να μη με δει. Πήρα δύο βαθιές ανάσες και άρχισα να την ανεβαίνω με γρήγορο βήμα. Έριξα μια ματιά πίσω μου και τον είδα να με εντοπίζει και να τρέχει ξοπίσω μου. Μα γιατί με κυνηγάει, γαμώτο..;!
Έφτασα στην είσοδο και ζήτησα από τον υπεύθυνο να μου δώσει το δερμάτινο μπουφάν μου. Δεν ήξερα καν αν θα μου έδινε το σωστό, αλλά από μια πρώτη ματιά που του έριξα, μου φάνηκε εντάξει. Το πήρα και βγήκα από το μαγαζί. Κοίταξα τριγύρω να εξετάσω για 2-3 δευτερόλεπτα την περιοχή και να δω που θα μπορούσα να πάω για μερικά λεπτά να κρυφτώ ώστε να μη με βρει εκείνος. Και τότε ήταν που εντόπισα το τέλειο σημείο.
Έτρεξα προς ένα θάμνο που βρισκόταν ανάμεσα από δύο παρκαρισμένα αυτοκίνητα και έπεσα από πίσω του όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Έβλεπα καθαρά την είσοδο του μαγαζιού. Δεν χρειάστηκε να περιμένω πολύ για να τον δω να βγαίνει από την είσοδο φουριόζος και να κοιτάζει τριγύρω την περιοχή για ίχνη μου. Ήταν τόσο υπέροχος έτσι από μακριά όπως τον θαύμαζα, φαινόταν ανήσυχος, αλλά το πρόσωπό του παρέμενε τέλειο. Όπως πάντα, άλλωστε.
Τον παρατηρούσα για λίγο μέχρι που τον είδα να κοιτάζει δίπλα του στο έδαφος και να σκύβει. Πήρε κάτι μαύρο στο χέρι του και το εξέτασε. Φαινόταν σαν..
Ωχ..
Το παπούτσι μου.
Ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησα ότι έλειπε από το χέρι μου. Μέσα στην αναμπουμπούλα, ούτε καν που το κατάλαβα να πέφτει. Ένιωσα τόσο ηλίθια. Σαν να αντιγράφω τη Σταχτοπούτα. Μόνο που αυτό δεν είναι παραμύθι, αλλά η πραγματικότητα, και δεν είναι και η καλύτερη πραγματικότητα που μου έχει συμβεί.
~
Ξέρω πως είναι αρκετά μικρό κεφάλαιο, είχα όμως την υποχρέωση να ανεβάσω ένα, έστω και μικρό. Η έμπνευσή μου με έχει εγκαταλείψει αυτές τις μέρες.
Πείτε μου τη γνώμη σας στα σχόλια!
ESTÁS LEYENDO
Ο καθηγητής μου
Fanfic"Σταμάτα να με κοιτάζεις έτσι" είπε προσπαθώντας να αποφύγει το βλέμμα μου. Όχι, δε θα σου κάνω τη χάρη. Εσύ φταις που κάθε βράδυ γυρίζω στο κρεβάτι μου μέχρι τα ξημερώματα και αδυνατεί να με πάρει ο ύπνος. Προσπάθησα να το παίξω ανήξερη δημιουργών...