Κεφάλαιο δύο🍏

451 57 0
                                    

Στριφογυρνούσα στα παπλώματα ακόμα κοιμισμένη και τράβηξα ένα από τα αφράτα μαξιλάρια στην αγκαλιά μου. Είχα έναν πολύ ήρεμο ύπνο μέχρι που διακόπηκε από έναν δυνατό χτύπο στην πόρτα. Σηκώθηκα απότομα και τέντωσα το σώμα μου νυσταγμένη για να διώξω την κούραση που είχα.  Φόρεσα μια ρόμπα και την έδεσα σφικτά γύρω από λιγνό σώμα μου πριν ανοίξω. Μόλις την άνοιξα, βρήκα τον Φίλιπ να στέκεται.

Μου χαμογέλασε θερμά καθώς τέντωσε το μανίκι του πουκάμισου του το οποίο είχε τσαλακωθεί και στηρίχτηκε στο κούφωμα της πόρτας. Τα καστανά του μαλλιά ήταν φτιαγμένα προς τη μια πλευρά και τα μάτια του έλαμπαν από χαρά.

«Καλή σου μέρα Ελενόρ» είπε γλυκά

«Καλημέρα Κύριε Μοντγκόμερι»

«Πως ήταν η νύχτα σας; Κοιμηθήκατε καλά;»

«Κοιμήθηκα πολύ καλά, εσείς; Είχατε έναν ευχάριστο ύπνο;»

«Πράγματι είχα έναν εξαίρετο ύπνο, σας ευχαριστώ που ρωτήσατε. Ο καιρός σήμερα είναι υπέροχος, ούτε πολύ κρύος ή τσουχτερός αλλά ούτε και ζεστός. Σκέφτηκα πως θα ήταν ωραία να πηγαίναμε μια βόλτα στους κήπους αν και εσείς το επιθυμούσατε φυσικά»

«Θα το ήθελα πολύ, απλά δώστε μου μερικά λεπτά για να αλλάξω»
Είπα και έγνεψε καταφατικά

«Μα φυσικά, πάρτε όσο χρόνο χρειάζεστε» είπε και αμέσως έκλεισε την πόρτα καθώς εγώ πλησίασα την ντουλάπα του δωματίου

Έβγαλα ένα πράσινο φόρεμα από εκεί μέσα και το φόρεσα πριν βάλω τα γοβάκια μου. Έπειτα χτένισα ορμητικά τα μαλλιά μου και φόρεσα την τιάρα με ένα μισό χαμόγελο στα χείλη. Μόλις βεβαιώθηκα πως όλα ήταν εντάξει επάνω μου, άνοιξα την πόρτα ξανά και βγήκα έξω. Το βλέμμα του Φίλιπ ταξίδεψε σε όλη την φιγούρα μου και μετά πίσω στα μάτια μου.

«Έχω μείνει έκπληκτος, είσαι υπέροχη» είπε με το αστραφτερό του χαμόγελο

«Ευχαριστώ για το κοπλιμέντο»

«Παρακαλώ, έτοιμη να φύγουμε;»

«Έτοιμη»

Έπιασα δειλά το χέρι του και μαζί κατεβήκαμε κάτω. Η Αλίκη χαλάρωνε στο καθιστικό του κάστρου αφοσιωμένη σε ένα από τα βιβλία που ανήκαν στη οικογένεια του Φίλιπ. Ήταν τόσο προσηλωμένη σε αυτό που με το ζόρι μας είδε να περνάμε από δίπλα της. Χαμογέλασα με ευχαρίστηση που την έβλεπα έτσι και της φίλησα το μάγουλο πριν βγω έξω.

Μπήκαμε μέσα στους όμορφους και ανθισμένους κήπους και τριγυρίσαμε σε αυτούς. Τα δάχτυλα μας ήταν γερά μπερδεμένα μεταξύ τους και ένα μικρό κοκκίνισμα διακοσμούσε τα μάγουλα μας. Για να είμαι ειλικρινής δεν ήμουν συνηθισμένη σε  ένα τόσο τρυφερό κράτημα. Ο Φίλιπ και εγώ κάναμε βόλτες στο παρελθόν αλλά δεν κρατούσαμε ποτέ ο ένας το χέρι του άλλου.

Αυτή την φορά όμως ήτανε διαφορετικά, βρισκόμασταν σε υπερβολικά κοντινή απόσταση και όπου πήγαινα, πήγαινε και αυτός μη αφήνοντας με. Σταθήκαμε κάτω από ένα δέντρο και με κομμένες ανάσες μείναμε να κοιτάζουμε το σκηνικό γύρω μας. Τα πάντα ήταν καλυμμένα με χιόνι και μικροσκοπικές χιονονιφάδες έπεφταν στις μύτες μας. Χαχάνισα ελαφρά καθώς προσπάθησα να αγγίξω μια από αυτές και τότε ήταν που ένιωσα ένα χέρι να τυλίγεται γύρω από την μέση μου.

Κοκάλωσα στην θέση μου και γύρισα να τον κοιτάξω, ξαφνιασμένη από την κίνηση του. Τον κοίταξα κατάματα καθώς αυτός έσκυψε από επάνω μου με ένα χαμόγελο. Τα χείλη μας βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής αλλά προτού γίνει οτιδήποτε ένα πετραδάκι εκτοξεύτηκε από το πουθενά καταλήγοντας στο μέτωπο του. Μούγκρισε από τον πόνο και και παραπάτησε με αποτέλεσμα η πλάτη του να συγκρουστεί με το έδαφος.

Το στόμα μου άνοιξε ελαφρά από το σοκ καθώς κοίταξα τριγύρω μου να δω από που προήλθε. Ωστόσο δεν υπήρχε τίποτα γύρω μας. Αναστέναξα απογοητευμένη και έστρεψα το βλέμμα μου προς την άλλη πλευρά. Τότε με την άκρη του ματιού μου διέκρινα μια κάπα. Έσμιξα τα φρύδια μου μπερδεμένη προσπαθώντας να δω καλύτερα και τότε παρατήρησα έναν άντρα με κουκούλα να με παρακολουθεί. Δυστυχώς ήταν πολύ μακριά για να διακρίνω έστω και ένα από τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.

«Ελενόρ» γκρίνιαξε ο Φίλιπ από τον πόνο

«Με συγχωρείς, αφαιρέθηκα» είπα βιαστικά και γονάτισα από δίπλα του

Έσκισα το μανίκι του φορέματος μου και το χρησιμοποίησα προσεκτικά για να καθαρίσω το αίμα από το πρόσωπο του. Έπειτα τον βοήθησα να σηκωθεί και μαζί περπατήσαμε πίσω στο κάστρο. Με το που μπήκαμε μέσα ένας από τους φύλακες άρχισε να φωνάζει την στιγμή που μας είδε. Οι γονείς του Φίλιπ ήρθαν τρέχοντας προς τα εμάς με την ανησυχία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους. Μόλις τον είδαν τον τράβηξαν στη αγκαλιά τους και τον οδήγησαν στο γιατρό του παλατιού.

Ξεφύσηξα απογοητευμένη και κάθισα στο καναπέ στη κενή θέση δίπλα από την Αλίκη. Αυτή ήταν μας άτυχης στιγμή η οποία κατέστρεψε την βόλτα μας. Το ερώτημα όμως ήταν τι θα γινόταν αν δε μας είχαν διακόψει και ποιος ήταν εκείνος ο άντρας;

Η Χιονάτη και οι εφτά πρίγκιπεςWhere stories live. Discover now